Ομάδα Ρόζα

27 Ιουνίου, 2009

ΣΥΡΙΖΑ: Το στοίχημα μπορεί να κερδηθεί

Filed under: Uncategorized — omadaroza @ 3:55 μμ

Η κρίση που ξέσπασε στο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις ευρωεκλογές της 7ης Ιουνίου μετέτρεψε ένα ατυχές εκλογικό αποτέλεσμα σε πολιτική πανωλεθρία. Το 4,7% βαφτίστηκε «ταπεινωτικό» και, μέσα σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα κατάθλιψης, δόθηκε η αφορμή για να εκδηλωθούν οι πλέον προβληματικές πολιτικές τάσεις του χώρου ΣΥΡΙΖΑ: υπερβολές, άκρατος υποκειμενισμός, συντηρητικά αντανακλαστικά, ακόμα και αντιδεοντολογικές συμπεριφορές. Την εποχή της δημοσκοπικής ανόδου, είχαμε προειδοποιήσει ότι οι φούσκες των δημοσκοπήσεων μοιάζουν πολύ με αυτές του χρηματιστηρίου. Κατηγορηθήκαμε τότε ως ηττοπαθείς γιατί επισημαίναμε ότι τα νούμερα των δημοσκοπήσεων ήταν αναντίστοιχα με τα τους αριθμούς της πραγματικότητας, έτσι όπως αυτοί εκφράζονταν στην πολιτική στράτευση, τη διαθεσιμότητα στη δράση, καθώς και στην κοινωνική γείωση του ΣΥΡΙΖΑ. Τελικά η πραγματικότητα αποδείχτηκε ισχυρότερη των δημοσκοπήσεων και εμείς πέσαμε να πεθάνουμε γιατί χάσαμε το 18%, που ποτέ δεν είχαμε.

Το κραχ

Από το βράδυ των εκλογών και μετά, τα ΜΜΕ υποκατέστησαν πλήρως το δημόσιο χώρο της Αριστεράς, με τα στελέχη της ανανεωτικής πτέρυγας του ΣΥΝ να αμφισβητούν όχι μόνο την πολιτική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και την ίδια του την ύπαρξη. Και ενώ σύντροφοι και συντρόφισσες σε όλη την Ελλάδα επιχειρούσαν να διερευνήσουν τα αίτια του κακού αποτελέσματος και αυθόρμητα αναζητούσαν τους τρόπους και τις διαδικασίες για να προχωρήσει το κοινό μας εγχείρημα, η υποβολή παραίτησης του συντρόφου Αλαβάνου μετέτρεψε το σπάσιμο της φούσκας σε πραγματικό κραχ. Ο Αλέκος Αλαβάνος έχει τη δικιά του (μεγάλη) συνεισφορά και στην αριστερή στροφή του ΣΥΝ και στη διατύπωση ενός πολιτικού λόγου έξω από τα ξύλινα στερεότυπα της παραδοσιακής Αριστεράς. Εντούτοις, η δημόσια απαξίωση του Αλέξη Τσίπρα, η παραίτηση την ώρα που απαιτούταν η μέγιστη συσπείρωση, η προσπάθεια υπόδειξης εξιλαστήριων θυμάτων για το ατυχές αποτέλεσμα, καθώς και η εκ των υστέρων (γιατί την ώρα που έπρεπε δεν είχε λεχθεί τίποτα) κριτική σε επιλογές τις οποίες και ο ίδιος συνδιαμόρφωσε, τραυμάτισαν σοβαρά τον ΣΥΡΙΖΑ. Επιπλέον, η παρέμβαση Αλαβάνου λειτούργησε ως θρυαλλίδα μιας αλυσίδας εκρηκτικών επιλογών όπως η συγκέντρωση μπροστά στα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ και η απαράδεκτη στοχοποίηση στελεχών της νεώτερης γενιάς. Το ευτύχημα είναι ότι χάρη στις νηφάλιες παρεμβάσεις πολλών πλευρών, τα χειρότερα αποφεύχθηκαν, και ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί το δικαίωμα του στην ελπίδα.

Τα αίτια

  • Η ελπίδα όμως δεν υπηρετείται με τη φυγή προς τα μπρος, αλλά με τον ψύχραιμο απολογισμό της προηγούμενης περιόδου μακριά από υποκειμενισμούς και σκοπιμότητες. Από τη μεριά μας θα θέλαμε να συνεισφέρουμε στη συζήτηση σημειώνοντας επιγραμματικά τα κυριότερα σημεία στα οποία δεν πήγαμε καλά το προηγούμενο διάστημα.
    1. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως άλλωστε και η ευρωπαϊκή Αριστερά σχεδόν στο σύνολο της, δεν μπόρεσε να δώσει πειστική απάντηση στην κρίση. Αποδειχτήκαμε ασαφείς και αντιφατικοί απέναντι στο κεντρικό ερώτημα της συγκυρίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι ακόμα και αν τα κάναμε όλα περίφημα, θα κερδίζαμε εμείς από την κρίση και όχι η Άκρα Δεξιά (ιστορικά οι κρίσεις σπανίως ευνοούν την Αριστερά.). Εντούτοις, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι δεν πράξαμε καν τα στοιχειώδη τόσο στο επίπεδο του πολιτικού λόγου όσο και σε αυτό της κινηματικής δράσης αφήνοντας ανοιχτό το πεδίο στις πλέον αντιδραστικές δυνάμεις.
    2. Το διαρκές μπρος-πίσω σχεδόν σε όλα τα θέματα, ουδετεροποίησε τις θέσεις μας και μας οδηγούσε σε απώλειες τόσο από τα αριστερά όσο και από τα δεξιά. Την ώρα που διακηρύτταμε τη στήριξη μας στην εξέγερση του Δεκέμβρη, η κοινοβουλευτική ομάδα έκανε ημερίδα για τον. εκδημοκρατισμό της Αστυνομίας και ο Αλέξης Τσίπρας καταδίκαζε το μυριόστομο «μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι». Την ώρα που αποκλείαμε τη συνεργασία με το νεοφιλελεύθερο ΠΑΣΟΚ, δηλώσεις των Ανανεωτικών και του Αλέκου Αλαβάνου κρατούσαν διαρκώς την πόρτα ανοιχτή. Την ώρα που φωνάζαμε ότι είμαστε διαφορετικοί από όλους τους άλλους, η εσωτερική φαγωμάρα και οι προσωπικές στρατηγικές έπειθαν για το αντίθετο. Την ώρα που ο σύντροφος Τσίπρας εκλέχτηκε με μια πανίσχυρη εντολή για να φέρει στο πολιτικό προσκήνιο την επισφάλεια, το 16, και τη Γένοβα, έδωσε την εντύπωση ότι στην πορεία παγιδεύτηκε στο τέλμα του συστήματος-Συνασπισμός. Με δυο λόγια, χάσαμε τους μετριοπαθείς που θεώρησαν ότι υιοθετήσαμε αριστερίστικες στάσεις, χάσαμε και τους ριζοσπάστες που θύμωσαν γιατί τα μαζέψαμε.
    3. Η απουσία εσωτερικής λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ, το τεράστιο έλλειμμα δημοκρατίας, καθώς και η συστηματική αγνόηση των συντρόφων -ισσών που δεν ανήκουν σε κάποια συνιστώσα, οδήγησαν στην απομάκρυνση από το εγχείρημα ενός δυναμικού που κανονικά θα έπρεπε να αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του.
    4. Το αντάρτικο των Ανανεωτικών πήρε από ένα σημείο και μετά τις διαστάσεις ανοιχτής υπονόμευσης, πράγμα που επέτεινε τη αποσυσπείρωση (αλλά όχι στο βαθμό που ισχυρίζονται κάποιοι).

Για μας, είναι προφανές ότι τα αίτια της αποτυχίας πρέπει να αναζητηθούν στις πολιτικές αστοχίες ενάμισι χρόνου και όχι στις είκοσι μέρες της προεκλογικής περιόδου. Η πολιτική (τουλάχιστον για την Αριστερά) δεν μπορεί να συρρικνωθεί στην αποτίμηση σλόγκαν και την ανάλυση δημοσκοπικών δεδομένων. Η πραγματική αμηχανία της προεκλογικής εκστρατείας δεν αποτέλεσε παρά αντανάκλαση της στρατηγικής αμηχανίας του ΣΥΡΙΖΑ.

Από εδώ και πέρα

Έχοντας προσπαθήσει να σκιαγραφήσουμε σε αδρές γραμμές τα κατ’ εμάς αίτα της εκλογικής αποτυχίας, θα πρέπει τώρα να σταθούμε (εξίσου συνοπτικά) και σε ορισμένα βασικά στοιχεία της από εδώ και πέρα πορείας του ΣΥΡΙΖΑ.

  • 1. Κατ’ αρχάς, είναι απολύτως αναγκαίος όρος ύπαρξης του ΣΥΡΙΖΑ η αταλάντευτη επιμονή στην αριστερή γραμμή. Σε μια συγκυρία όπου διαρκώς περιθωριοποιούνται νέα κοινωνικά κομμάτια και το πολιτικό σύστημα έχει φτάσει στον ναδίρ της αξιοπιστίας του, η Αριστερά μπορεί να υπάρξει και να μεγαλώσει μόνο ως κοινωνικά ανταγωνιστική και αντισυστημική δύναμη. Μια δύναμη που συμβάλλει στην οργάνωση της αντίστασης «των από κάτω» και ταυτόχρονα προβάλλει, ένα πρότυπο πολιτικής που θεμελιώνεται στην εν σώματι συμμετοχή των υποκειμένων. Μια τέτοια πολιτική όχι μόνο μπορεί να σφυρηλατήσει μια κοινωνικά υπολογίσιμη Αριστερά, αλλά, με την πάροδο του χρόνου, μπορεί και να αποτελέσει εφαλτήριο ένας νέου αριστερού ηγεμονικού σχεδίου. Το παραμικρό φλερτάρισμα με κεντροαριστερά σενάρια ή (και) ακόμα και η πιο μικρή απομάκρυνση από τα κινήματα, θα μας οδηγήσει στον αφανισμό που υπέστη η Κομμουνιστική Επανίδρυση στην Ιταλία. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα ριζώσει μόνο πάνω στο στέρεο έδαφος των αντιστάσεων και όχι στην κινούμενη άμμο του κυβερνητισμού, έχοντας στα πολλαπλά πρόσωπα της ανατροπής, και χωρίς να υποτάσσεται στα κελεύσματα των ΜΜΕ.
    2. Πρέπει να προχωρήσουμε το ταχύτερο στο σχέδιο της «συριζοποίησης». Συριζοποίηση, όμως, δεν σημαίνει ούτε την αναπαραγωγή αρχηγικών μοντέλων, ούτε και τη διαμόρφωση στενών αντιδημοκρατικών διευθυντηρίων. Αντιθέτως, σημαίνει μεταβίβαση της ισχύος από τη Γραμματεία στα μέλη, δημιουργία τοπικών, θεματικών και κλαδικών επιτροπών από τις οποίες, με δημοκρατικές διαδικασίες και πλουραλισμό, είναι αναγκαίο να προκύψουν ισχυρά πανελλαδικά όργανα που θα παίρνουν τις αποφάσεις, Σημαίνει, επίσης, συντονισμό της προς τα έξω εμφάνισης μέσω της (διαρκώς αναβαλλόμενης ) δημιουργίας γραφείου τύπου, υπαγωγή της Κοινοβουλευτικής Ομάδας στη Γραμματεία, οριστική ρήξη με την πολιτική των προσωπικών εμπνεύσεων.
    3. Είναι επείγον να αναληφθούν εξωστρεφείς πολιτικές πρωτοβουλίες μεγάλης κλίμακας τόσο για τους μετανάστες όσο και για την κρίση. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ το διάστημα που θα μεσολαβήσει μέχρι την Πανελλαδική τον Οκτώβριο, παραμείνει εγκλωβισμένος στη συζήτηση για τα εσωτερικά του, δεν θα μπορέσει να αναστρέψει την κοινωνική ερήμωση που φέρνει νη φτώχεια και ο ρατσισμός. Πρέπει τώρα να μπει ανάχωμα στα πογκρόμ εναντίον των μεταναστών, πρέπει τώρα να δώσουμε με όλες μας τις δυνάμεις τη μάχη ενάντια στην Άκρα Δεξιά, πρέπει τώρα να βάλουμε φραγμό στην περαιτέρω φαλκίδευση των κοινωνικών δικαιωμάτων και τη γιγάντωση της ανεργίας. Απέναντι στην κρίση και το ρατσισμό, η δική μας απάντηση είναι η αλληλεγγύη.

Τις τελευταίες ημέρες χάσαμε πολύ έδαφος, αλλά μπορούμε ακόμα να κερδίσουμε το στοίχημα.

Ομάδα Ρόζα
26/06/2009

Δεν παραιτούμαστε από την ανασύνθεση της αριστεράς

Filed under: Uncategorized — omadaroza @ 3:44 μμ

Ενόψει της συνεδρίασης της Γραμματείας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. τη Δευτέρα 22/6/2009 στην οποία θα συζητηθεί η υποβολή παραίτησης του σ. Αλέκου Αλαβάνου, ως Ομάδα Ρόζα τονίζουμε τα εξής:

1) Ο σ. Αλαβάνος πρέπει να ανακαλέσει την παραίτηση του γιατί συσκοτίζει τις αιτίες του αποτελέσματος των ευρωεκλογών της 7ης Ιουνίου, απογοητεύει τον κόσμο του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και υπονομεύει το συλλογικό χαρακτήρα του εγχειρήματος της ενότητας της Αριστεράς.
2) Θεωρούμε ότι για το ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αποτελεί μονόδρομο η αριστερή πορεία του και η συμμετοχική, συλλογική και δημοκρατική ανασυγκρότηση του. Αυτά σημαίνουν πρωτίστως: Άμεσες πολιτικές πρωτοβουλίες υπέρ των εργαζομένων, των ανέργων και των μεταναστών, όχι εσωστρέφεια και οργανωτικές αντιπαραθέσεις, σύγκλιση, σύμφωνα με τις υπάρχουσες αποφάσεις, τον Ιούλιο Πανελλαδικού σώματος που θα απολογίσει το εκλογικό αποτέλεσμα και θα προετοιμάσει Πανελλαδική Συνδιάσκεψη τον Οκτώβριο με αποκλειστικό θέμα τη «συριζοποίηση» του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., την οργάνωση του ως πολιτικού χώρου και την εκλογή συλλογικής ηγεσίας.
3)Πιστεύουμε ότι η συγκέντρωση που καλείται τη Δευτέρα 22/6/2009 έξω από τα γραφεία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. εντείνει την πόλωση και δεν έχει σχέση με την κουλτούρα και την παράδοση της ριζοσπαστικής Αριστεράς που είναι ξένες με τον αρχηγισμό και το μεσσιανισμό.

Ομάδα Ρόζα
20/6/2009

8 Απριλίου, 2009

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΤΕΩΡΟ ΒΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ

Filed under: Uncategorized — omadaroza @ 10:43 πμ

΄Ηταν κατ’ αρχάς τα «Δεκεμβριανά» εξέγερση; Για εμάς είχαν όλα τα χαρακτηριστικά εξέγερσης. ΄Αρκεσε μια σπίθα –όσο απόλυτα τραγική κι αν ήταν– για να εμφανιστούν μπροστά στα μάτια μας η βουβή, τόσο καιρό, οργή και αγανάκτηση πλειοψηφικών κοινωνικών τμημάτων. Γιατί στην εξέγερση του Δεκέμβρη δεν θα πρέπει να στεκόμαστε μόνο στο απροσδόκητα πολυπληθές εκείνο κομμάτι που κατέβηκε με όλες τις μορφές στο δρόμο αλλά και την ευρεία κοινωνική συναίνεση που είχε. Τη διαπιστώσαμε παντού: στις γειτονιές, στα καφενεία, στους δρόμους με την πάνδημη κατακραυγή των μπάτσων. Ενδεικτικό χαρακτηριστικό αυτής της συναίνεσης είναι και οι απαντήσεις σε δημοσκοπικές ερωτήσεις στις οποίες καταγράφηκαν ποσοστά της τάξης του 40% για όσους συμφωνούν στα σπασίματα των τραπεζών, 70% όσων συμφωνούσαν στις περικυκλώσεις των αστυνομικών τμημάτων αλλά και στον αφοπλισμό της αστυνομίας. Όλα τα παραπάνω δείχνουν την μεγάλη αποδοχή της εξέγερσης αλλά και τα πολλαπλά επίπεδα βάσει των οποίων θα πρέπει να «διαβαστεί» στην προσπάθειά μας να ορίσουμε το μελλοντικό βηματισμό μας και τις πρωτοβουλίες που καλούμαστε να πάρουμε.

Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ κατά τη διάρκεια του ξεσηκωμού του Δεκέμβρη ήταν καλή. Μόνος του από όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα –και ενάντια σε αυτά– υπεράσπισε την εξέγερση, συμμετείχε (συχνά πρωτοστατώντας) σε όλες τις κινητοποιήσεις πανελλαδικά και τα ηγετικά στελέχη του (εκτός από τις αναμενόμενες –και όχι ευχάριστες σε μας– καταγγελίες στην «τυφλή βία» και τους «κουκουλοφόρους») δεν παρασύρθηκαν σε καθεστωτικές δηλώσεις «πολιτικής υπευθυνότητας» και προσήλωσης στη «δημοκρατική ομαλότητα». Ο ΣΥΡΙΖΑ δικαίωσε όσους εκτιμάμε ότι μπορεί να υπάρξει στην «κεντρική πολιτική σκηνή» ένας μαζικός χώρος με ανταγωνιστική σχέση με το πολιτικό σύστημα, ο οποίος, χωρίς να είναι δομικά/στρατηγικά ανατρεπτικός, να λειτουργεί αποσταθεροποιητικά για τη νεοφιλελεύθερη κυριαρχία, να αποτελεί χώρο ελευθερίας για «εκτός ορίων» κινήματα και αγώνες. Μπορούμε να πούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υλοποίησε το «5 κόμματα 2 πολιτικές» καθώς για πρώτη φορά από τη μεταπολίτευση χώρος της κοινοβουλευτικής αριστεράς αντιτάχθηκε σε όλα τα υπόλοιπα κόμματα, και μάλιστα σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα.

Ωστόσο, ενώ η εξέγερση φυσιολογικά υποχωρεί και προφανώς το πολιτικό προσωπικό του κράτους (πρωταγωνιστούντων των τηλεοπτικών ΜΜΕ), εκμεταλλευόμενο και γεγονότα όπως οι ενέργειες του Επαναστατικού Αγώνα στο Γουδή και στα Εξάρχεια, ανασυγκροτείται και αντεπιτίθεται, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει συμπτώματα υποχώρησης.

Αντί να βγαίνουμε με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία από την εξέγερση, αντί να προσπαθούμε να ενισχύσουμε τους δεσμούς μας με το κοινωνικό δυναμικό που έδωσε σάρκα και οστά στην εξέγερση, όλο αυτό τον κόσμο που ασφυκτιά από την γκρίζα ζωή που του επιφυλάσσουν οι άρχοντες, εγκλωβιζόμαστε στις συμπληγάδες της «δημοκρατικής ομαλότητας» (λες και έργο της Αριστεράς είναι η διαφύλαξη της κοινωνικής ειρήνης και όχι η όξυνση των κοινωνικών αγώνων) και απολογούμαστε για τους «κουκουλοφόρους» (συκοφαντώντας τις χιλιάδες εξεγερμένους που «έκρυψαν τα πρόσωπά τους για να τους δούμε»). Ενώ, για παράδειγμα, στο επίπεδο δημοσιοποίησης ο ΣΥΡΙΖΑ κινήθηκε καλά στην περίπτωση της επίθεσης στην Κωνσταντίνα Κούνεβα παράλληλα καθυστέρησε όσον αφορά στη λήψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής συμπαράταξης με εκείνα τα τμήματα της εργατικής τάξης που αντιμετωπίζουν το μεσαίωνα της επισφαλούς εργασίας. Γεγονός που αναδεικνύει το έλειμμα κοινωνικής γείωσης και απεύθυνσης του ΣΥΡΙΖΑ με κοινωνικά τμήματα που βρίσκονται ή σπρώχνονται στο περιθώριο.

Τα παραπάνω θεωρούμε ότι αποτελούν κομβικό σημείο στην πορεία ριζοσπαστικοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ που μόνο ως νύξεις μπορούν να θιχτούν σε αυτό το κείμενο. Πιστεύουμε όμως ότι μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν σημεία προβληματισμού και δράσης. Προς το παρόν ας μείνουμε σε αυτά καθαυτά τα «Δεκεμβριανά». Συνεχείς δηλώσεις και συνεντεύξεις στελεχών και βουλευτών της Ανανεωτικής Πτέρυγας του ΣΥΝ καταδικάζουν οτιδήποτε σχετίζεται ή παραπέμπει στην εξέγερση του Δεκέμβρη, ευθυγραμμιζόμενες πλήρως –και φανατικά– με τη ρητορική και τους στόχους του πολιτικού συστήματος, βεβαίως στο όνομα του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς κανείς να βάζει φραγμό ούτε στο καπέλωμα του ΣΥΡΙΖΑ ούτε σε αυτή την κατευθυνόμενη και ιδιοτελή υπερεκπροσώπηση.

Αν όμως αυτό είναι αναμενόμενο και εξηγήσιμο από την Ανανεωτική Πτέρυγα, η διολίσθηση σε παρεμφερείς θέσεις και άλλων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ είναι ιδιαίτερα ανησυχητική και λόγω των επιπτώσεών της στο ριζοσπαστισμό και την αξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και επειδή αποδεικνύει ελλιπή αντοχή στις πιέσεις του πολιτικού συστήματος.

Δεν αμφισβητούμε τις πιέσεις που υφίσταται ο ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε παραγνωρίζουμε την πολιτική παράδοση και την κουλτούρα του στελεχικού δυναμικού –και όχι μόνο– του ΣΥΝ, καθώς και άλλων συνιστωσών που συναπαρτίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Γνωρίζουμε, όμως, ότι το πολιτικό σύστημα, αξιολογώντας τα αίτια και τη δυναμική της εξέγερσης του Δεκέμβρη και αντιλαμβανόμενο την κοινωνική ρευστότητα που προκαλούν η κρίση και η ύφεση, σε συνδυασμό με την αναξιοπιστία των κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων και την κλιμακούμενη κοινωνική δυσαρέσκεια, θα κάνει καθετί για να αποκαταστήσει τη συνοχή και την αποδοχή του. Τούτο σημαίνει ότι εφόσον δεν επιλέγει –και δεν μπορεί– να αποκαταστήσει την κοινωνική συναίνεση μέσω οικονομικών παροχών, θα επιχειρήσει να εξασφαλίσει την αξιοπιστία του μέσω της «πολιτικής οδού», δηλαδή της έντασης της ιδεολογικής επίθεσης και των εκβιαστικών διλημμάτων. Αν ισχύει αυτή η εκτίμηση, τότε η ευθυγράμμιση του ΣΥΡΙΖΑ με ταυτόχρονες την πολιτική εξουδετέρωση και την εκλογική συρρίκνωσή του αποτελούν ζωτικής σημασίας στόχο για το πολιτικό σύστημα.

Με αυτή την έννοια, το λενινιστικό «ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω» στην περίπτωσή μας αποτελεί καταστροφή. Αν και μέχρι τώρα έχει αποδειχτεί ότι η αριστερόστροφη πορεία του ΣΥΡΙΖΑ εκτός από κινηματικά χρήσιμη υπήρξε και εκλογικά αποτελεσματική, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι και την επόμενη περίοδο ο πολιτικός ριζοσπαστισμός θα κινείται σε ευθεία αναλογία με την εκλογική αναγνώρισή του. Εκείνο που θεωρούμε βέβαιο, όμως, είναι ότι για τον ΣΥΡΙΖΑ η αριστερόστροφη πορεία αποτελεί μονόδρομο. Όχι απλώς επειδή έτσι και μόνο έτσι υπηρετεί την υπόθεση της ανασύνθεσης του κινήματος (δηλαδή τη δυνατότητα των «από κάτω» να υπερασπίσουν τη ζωή τους) και της Αριστεράς (δηλαδή τη δημιουργία μιας Αριστεράς πολιτικά χρήσιμης και ιδεολογικά ελκυστικής). Αλλά και γιατί αν κάνει το αντίθετο, υποχωρήσει και μετά θορύβου ενσωματωθεί, εκτός του ότι θα ευτελιστεί πολιτικά θα συρρικνωθεί εκλογικά.

Δυστυχώς, όπως η φύση έτσι και η πολιτική δεν επιτρέπει κενά. Ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί –και έτσι αναγνωρίζεται– την κάλυψη του κενού μιας μαζικής ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η εξέγερση του Δεκέμβρη, με τη μαζικότητα και την εκρηκτικότητά της, τις αντινομίες και τις ασυμμετρίες της, έδειξε το επείγον της κάλυψης αυτού του κενού και νομίζουμε ότι υπέδειξε και τους δρόμους διεκδίκησής της. Ούτω ή άλλως, πάντως, η πορεία ενός αριστερού χώρου δεν κρίνεται από τη γενική τοποθέτησή του απέναντι στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό, ούτε καν από τη συνολική αντιπαράθεσή του με την εκάστοτε κυβέρνηση –αν και όλα αυτά έχουν τη σημασία τους. Κυρίως κρίνεται από τη συγκεκριμένη στάση του απέναντι στα κάθε φορά επίδικα της ταξικής πάλης, από το πόσο συγκρούεται έμπρακτα τόσο με τα διαχρονικά ιερά και όσια της αστικής κυριαρχίας (κοινωνική ειρήνη, ατομική ιδιοκτησία, κρατικό μονοπώλιο στη βία, εθνικό συμφέρον κ.λπ.) όσο και με τα συγκυριακά ιερά και όσια του πολιτικού συστήματος (κατάργηση του ασύλου, καταδίκη των κουκουλοφόρων, αναγνώριση του έργου της αστυνομίας κ.λπ.)

Γι’ αυτό επιμένουμε ότι το «ούτε βήμα πίσω» ασφαλώς σημαίνει άνευ όρων υποστήριξη στα μπλόκα των αγροτών, αλλά πρωτίστως προϋποθέτει την πλήρη ταύτιση με τη δεκεμβριανή εξέγερση –και με αυτή την έννοια, η καταδίκη του σ. Αλέξη Τσίπρα, ακόμα και στο μυριόστομο «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» είναι εξόχως ανησυχητική. Γιατί, πώς να το κάνουμε, η απαξίωση της αστυνομίας, η ανάδειξη του συνολικού αντικοινωνικού ρόλου της, η έμπρακτη εχθρότητα απέναντί της αποτελούν πυρήνα μιας ριζοσπαστικής Αριστεράς, μιας Αριστεράς, για να το πούμε κι αλλιώς, που εκτός από δημοκρατική, πολυφωνική, ανανεωτική και ανθρώπινη πρέπει να είναι αντισυστημική, συγκρουσιακή και αντρεπτική. Για να είναι και «δική μας», όπως και πολλών άλλων, Αριστερά…

Ομάδα ΡΟΖΑ

Ποιον ΣΥΡΙΖΑ θέλουμε;

Filed under: Uncategorized — omadaroza @ 9:53 πμ

Το κείμενο που ακολουθεί κυκλοφορεί με πρωτοβουλία της Ομάδας ΡΟΖΑ

 

Ο πολιτικός αντίκτυπος της παρέμβασης του ΣΥΡΙΖΑ στη δημόσια ζωή δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για την εμβέλεια και τις πιθανές προοπτικές του εγχειρήματος. Μέσα σε πολύ μικρό διάστημα ο ανασυγκροτημένος ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε όχι μόνο να αυξήσει κατά πολύ το εκλογικό ποσοστό του αλλά και να αποκτήσει ευρύτατο πολιτικό ακροατήριο. Ταυτόχρονα, τα δειλά, πλην σημαντικά, βήματα προς την οργανωτική συγκρότησή του (με κορυφαίο βέβαια την πρόσφατη Πανελλαδική Σύσκεψη) έδωσαν τα αναγκαία εχέγγυα για τη συνέχεια του εγχειρήματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια ισχυρή πολιτική δύναμη που στέλνει (και αυτό για μας είναι το κυριότερο) ένα αριστερό μήνυμα στην κοινωνία. Οι πρώτες αντιδράσεις από τη μεριά του αστικού πολιτικού κόσμου και των καθεστωτικών μηχανισμών δείχνουν ότι μια ισχυρή ριζοσπαστική Αριστερά ενοχλεί τους «από πάνω» γιατί ακριβώς αυξάνει την αγωνιστική αυτοπεποίθηση των «από κάτω». Παράλληλα, στο εσωτερικό της Αριστεράς η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ καταρρίπτει δύο μύθους: Ο πρώτος είναι ότι οι διαφορές μεταξύ των αριστερών δυνάμεων είναι αγεφύρωτες και κατά συνέπεια  τα ενωτικά εγχειρήματα είναι αδύνατα ή βραχυχρόνια. Ο δεύτερος είναι ότι για να γίνει η Αριστερά πιο ισχυρή θα πρέπει να «στρογγυλέψει» τις θέσεις της και να γίνει πιο «μετριοπαθής».

Έχουμε, λοιπόν, πολλούς λόγους για να αισιοδοξούμε. Την ίδια στιγμή όμως ορισμένες  τάσεις μάς δημιουργούν ανησυχία. Επομένως, μάλλον είναι η κατάλληλη ώρα για να συζητήσουμε ποιον ΣΥΡΙΖΑ θέλουμε και ποιον δεν θέλουμε.

  • Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, που δεν θέλουμε υποτιμά τις διαδικασίες βάσης, συρρικνώνοντας τις ουσιαστικές λειτουργίες του στην κορυφή, και πελαγοδρομεί μεταξύ οργανωτισμού και κεντρικοπολιτικισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ που εμείς θέλουμε είναι ανοιχτός τόσο στις οργανωμένες δυνάμεις όσο και στους ανένταχτους, διαρθρώνεται με  τοπικές πρωτοβουλίες και θεματικά δίκτυα, οργανώνεται από τα κάτω με τη γραμματεία του κυρίως να συντονίζει τη δράση των τοπικών και των θεματικών επιτροπών, διαμορφώνει τη διακριτή αυτόνομη οντότητά του (χωρίς βέβαια να μετατρέπεται σε κόμμα), θεωρεί το λόγο των «ανένταχτων» ίσης βαρύτητας με αυτόν των «ενταγμένων», προκρίνει τη δράση στα κινήματα, απορρίπτοντας ταυτόχρονα τους πειρασμούς της υποκατάστασης και του καπελώματος. Το ζητούμενο για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο ποια πολιτική πρέπει να ακολουθήσει αλλά και πώς να την πραγματοποιήσει. Δεν  μπορεί να υπάρξει αριστερή πολιτική χωρίς συμμετοχή, αυτενέργεια και άμεση δημοκρατία. Δεν μπορεί να υπάρξει ριζοσπαστικός και κινηματικός ΣΥΡΙΖΑ οργανωμένος στο πρότυπο των παλιών κακών σταλινικών κομμάτων.
  • Ο ΣΥΡΙΖΑ που θέλουμε φιλοδοξεί να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο,  αλλά δεν απογειώνεται λόγω δημοσκοπήσεων. Η εκλογική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ είναι το ποσοστό που κατέκτησε στις τελευταίες εκλογές και όχι αυτά που του δίνουν οι δημοσκοπήσεις. Οι δημοσκοπήσεις μετράνε τάσεις αλλά δεν αποτυπώνουν οριστικές πολιτικές στάσεις.  Την τρέχουσα δεκαετία τόσο η ιταλική όσο και η γαλλική Αριστερά παρασύρθηκαν σε έναν δημοσκοπικό ενθουσιασμό που κατέρρευσε γρήγορα σαν χάρτινος πύργος.
  • Ο ΣΥΡΙΖΑ που θέλουμε έχει στραμμένο το ενδιαφέρον του στις κινηματικές αντιστάσεις και όχι αφηρημένα στην κεντρικοπολιτική παρέμβαση, ιδιαίτερα σε αυτή που συνίσταται σε διακηρύξεις ενάντια στον δικομματισμό. Ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε εδώ που έφτασε  γιατί δεν υιοθέτησε το μοντέλο της δήθεν υψηλής πολιτικής, αλλά αντιθέτως επιχείρησε να προωθήσει τα ζητήματα «χαμηλής πολιτικής» έτσι όπως αυτά  αναδεικνύονται από τα κοινωνικά κινήματα. Είναι όντως παράδοξο ότι, αντί να συνεχιστεί αυτή η επιτυχημένη πολιτική, διακρίνουμε το τελευταίο διάστημα μια ορισμένη ρελάνς του παλαιοκομματισμού. Δεν έχουμε ανάγκη μια Αριστερά που να πολιτεύεται στους θεσμούς στο όνομα των κινημάτων, αλλά μια Αριστερά που να οργανώνει πλατιές, ενωτικές και ριζοσπαστικές αντιστάσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αντί να οργανώσει την αλληλεγγύη στους απεργούς των ΟΤΑ στις χωματερές την ώρα που δέχονταν την επίθεση των ΜΑΤ, προτίμησε να κάνει δύο κομματικές συγκεντρώσεις που ούτε επιτυχία είχαν ούτε το κίνημα βοήθησαν.
  • Ο ΣΥΡΙΖΑ που θέλουμε ενώ διατυπώνει μεταβατικά αιτήματα  χωρίς να παραπέμπει τα πάντα στη Μεγάλη Νύχτα, ταυτόχρονα δεν αναζητά αριστερά κυβερνητικά προγράμματα. Η τραγωδία της ιταλικής κεντροαριστεράς και ο ενταφιασμός της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης δεν αφήνουν αμφιβολία ότι η παραμικρή υποψία συμμετοχής της Αριστεράς σε κεντροαριστερές συμμαχίες οδηγεί στην καταστροφή. Αν δεν ανατραπεί ο συσχετισμός δυνάμεων, αν τα κινήματα δεν κερδίσουν σημαντικές νίκες, αν ο κόσμος της εργασίας δεν βρεθεί με αποφασιστικότητα και συνέχεια στο δρόμο, τότε οποιαδήποτε συζήτηση περί εναλλακτικού προγράμματος αναπόφευκτα (και πολλές φορές ανεξάρτητα από τις προθέσεις των υποκειμένων της) οδηγεί στην υποταγή στην ενιαία σκέψη του νεοφιλελευθερισμού και στην αφομοίωση από το αστικό πολιτικό προσωπικό. Χωρίς ένα ισχυρό κίνημα που θα μπορέσει να επιβάλει του όρους του κόντρα στην ισχύ της άρχουσας τάξης, όποιος και αν βρεθεί υπουργός απλά θα υποταχτεί στην αδυσώπητη λογική της αστικής πολιτικής στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Η Αριστερά που μας ενδιαφέρει παλεύει για την ανατροπή του καπιταλισμού και όχι για μια πιο ανθρώπινη διαχείριση του νεοφιλελευθερισμού. Με αυτή την έννοια, η Αριστερά οφείλει να επινοεί προτάσεις και ιδέες που να περιγράφουν από σήμερα το τι είδους εξουσία επιθυμεί και επιδιώκει, επ’ ουδενί όμως εγκλωβίζεται σε σχέδια κυβερνητικής συμμετοχής στην υπάρχουσα εξουσία.
  • Ο ΣΥΡΙΖΑ που θέλουμε παρεμβαίνει με δυναμισμό και αυτοπεποίθηση στο δημόσιο διάλογο αλλά δεν υποτάσσεται στη μιντιοκρατία και την αστική παραπολιτική. Η προσαρμογή της πολιτικής δραστηριότητας στις ανάγκες των μίντια μπορεί να φέρνει κάποια βραχυχρόνια αποτελέσματα αλλά μακροπρόθεσμα υπονομεύει τις προοπτικές της Αριστεράς θέτοντάς την υπό την ομηρία των Μέσων. Και αυτό για τέσσερις  λόγους: Πρώτον, τα Μέσα είναι λιγότερα ισχυρά από ό,τι τα ίδια θέλουν να παρουσιάζονται. Δεύτερον, οι ιδεολογικές διεργασίες μέσα στην κοινωνία που ενδιαφέρουν την Αριστερά διαφεύγουν της προσοχής των παρωπιδοφόρων μίντια. Τρίτον, ο αστραπιαίος χρόνος των Μέσων διαφέρει από τον κατά  πολύ μακρύτερο κοινωνικό και πολιτικό χρόνο. Τέταρτον, ενώ τα Μέσα είναι υποχρεωμένα να κρατάνε τα δημοκρατικά προσχήματα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο βασικός τους ρόλος είναι η παγίωση της συναίνεσης στις κυρίαρχες πολιτικές. Όποιος στήνει την πολιτική του πάνω στην οικονομία τους, πολύ γρήγορα ή θα πρέπει να υποταχτεί στις επιταγές τους ή να μείνει χωρίς διαύλους επικοινωνίας με την κοινωνία.
  • Ο ΣΥΡΙΖΑ που θέλουμε δεν βολεύεται στην ασφάλεια του περιθωρίου αλλά και δεν γίνεται κομμάτι του εθνικού κορμού. Στο Μακεδονικό η συναίνεση στην ακολουθούμενη εθνικιστική πολιτική έριξε νερό στο μύλο της κυβέρνησης και ενίσχυσε την αστική ιδεολογική ηγεμονία στην κοινωνία. Αντί η Αριστερά να καταγγείλει όσους τη δεκαετία του 90 απέρριπταν μετά βδελυγμίας τη σύνθετη ονομασία και τώρα την κάνουν παντιέρα, αντί να προωθήσει μια τολμηρή διεθνιστική πολιτική πρόταση που θα δημιουργούσε εύφορο έδαφος για να κλείσει με δίκαιο τρόπο το ζήτημα, αντί να υποστηρίξει το αναφαίρετο δικαίωμα  του κάθε λαού (και επομένως και των εθνικά Μακεδόνων) στον εθνικό αυτοπροσδιορισμό, οχυρώθηκε πίσω από έναν προσχηματικό και εντελώς επιφανειακό αντιαμερικανισμό. Ακόμα όμως και αυτός ο δήθεν αντιαμερικανισμός κατέρρευσε όταν το επέταξαν τα εθνικά συμφέροντα: Σύσσωμοι οι έλληνες ευρωβουλευτές μπλόκαραν τη συζήτηση στο Ευρωκοινοβούλιο για το Μακεδονικό γιατί το θέμα εκκρεμούσε στο… ΝΑΤΟ.  Για να αποδειχτεί έτσι για μία ακόμα φορά ότι οι «εθνικές επιτυχίες» των ώριμων αστικών κρατών είναι επιτυχίες των «από πάνω» και του πολιτικού προσωπικού τους, νίκες της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού.

 

Αυτόν το ΣΥΡΙΖΑ θέλουμε λοιπόν –έναν ΣΥΡΙΖΑ αντικαπιταλιστικό, διεθνιστικό, κινηματικό, έναν ΣΥΡΙΖΑ ανοιχτό και συμμετοχικό– και γι’ αυτόν θα παλέψουμε.

ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΡΟΖΑΣ ΣΤΗΝ 1η ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ

Filed under: Uncategorized — omadaroza @ 9:49 πμ

 

Συντρόφισσες και σύντροφοι. Αυτό το διήμερο της Πανελλαδικής Συντονιστικής Επιτροπής  του ΣΥΡΙΖΑ είναι το δεύτερο βήμα, μετά την Πανελλαδική Σύσκεψη, που κάνουμε προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ.

 

Οι μήνες που μεσολάβησαν, χαρακτηρίστηκαν από τρία μεγάλα γεγονότα.

 

1.     Την συνέχιση της παγκόσμιας χρηματιστικής, ενεργειακής και επισιτιστικής κρίσης με τη επακόλουθη δυσπραγία που προκαλεί στην ελληνική οικονομία. Η όξυνση της ακρίβειας, η γενίκευση της φτώχειας, καθώς και η άυξηση της επισφαλούς απασχόλησης (σε συνδυασμό πάντα με μια πολύ υψηλή ανεργία) δημιουργούν ένα σκηνικό κοινωνικής αποδιάρθρωσης μέσα στο οποίο φουντώνει η δυσαρέσκεια των «από κάτω».

2.     Η τελμάτωση του πολιτικού συστήματος παίρνει διαστάσεις ανοιχτής κρίσης (που δεν είναι όμως ακόμα κρίση της αστικής πολιτικής γενικά). Η πλήρης κατάρρευση των ψευδαισθήσεων που παραδοσιακά συνδέονταν  με τον δικομματισμό, η συνειδητοποίηση από ολοένα και περισσότερους ότι οι «από κάτω» δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από τα δύο μεγάλα κόμματα, η καταφανής απουσία προγραμματικών διαφορών μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, καθώς και η συνεχής αποκάλυψη σκανδάλων, αποτελούν βασικές αιτίες της υποχώρησης των δύο μεγάλων κομμάτων. Αν και οι δημοσκοπικές ενδείξεις φαίνεται να σταθεροποιούνται, εμείς επιμένουμε ότι η πραγματική άνοδος της Αριστεράς θα φανεί μεν στις κάλπες αλλά και κυρίως και πρώτιστα θα φανεί στην ένταση και διεύρυνση των κοινωνικών αγώνων.

3.     Οι πολύ μεγάλες απεργίες για το Ασφαλιστικό έδειξαν και τη δύναμη και την αύξηση της δυσαρέσκειας των εργαζομένων. Δυστυχώς, όμως, ενώ η δύναμη και η δυσαρέσκεια τους είναι ικανές για να δημιουργήσουν μεγάλες κινητοποιήσεις, δεν είναι αρκετές για να αποσπάσουν νικηφόρα αποτελέσματα. Και δεν πρόκειται να υπάρξουν νικηφόροι αγώνες όσο η συνδικαλιστική οργάνωση παραμένει εγκλωβισμένη στο ευρύτερο δημόσιο και σε ορισμένους θυλάκες στον ιδιωτικό τομέα καθώς και όσο ηγείται η συνδικαλιστική γραφειοκρατία  της οποίας ο συντηρητισμός παίρνει τις διαστάσεις της ανοιχτής συμπόρευσης με την εργοδοσία. Ωφείλουμε παράλληλα να προβληματιστούμε για την δική μας στάση την περίοδο των μεγάλων απεργειών. Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις κινητοποιήσεις για το Ασφαλιστικό δεν ήταν το ίδιο αποτελεσματικός στις απεργίες των ΟΤΑ αφού αντί της ενεργούς συμμετοχής στις απεργίες επιλέξαμε να κάνουμε δύο κομματικές συγκεντρώσεις που δεν είχαν και το επιθυμητό αποτέλεσμα.

 

 

Σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, οι προηγούμενοι μήνες χαρακτηρίστηκαν από 5 κομβικά γεγονότα:

 

1.     Τη στασιμότητα της διαδικασίας σε κεντρικό επίπεδο, την αδυναμία της Γραμματείας να εφαρμόσει τις αποφάσεις της Πανελλαδικής Σύσκεψης, καθώς και μια αξιοσημείωτη κινητικότητα σε τοπικό επίπεδο η οποία όμως έμεινε «μισή» λόγω της αδυναμίας να «πολιτικοποιηθούν» οι τοπικές, συζητώντας για θέματα «κεντρικής πολιτικής» και όχι αντικαθιστώντας τις δημοτικές κινήσεις. Χαρακτηριστική υπήρξε η απουσία συνδεσης των τοπικών επιτροπών με την Γραμματεία, και της Αθήνας με την περιφέρεια. Αισθητή επίσης είναι η οικονομική δυσπραγία των τοπικών επιτροπών ΣΥΡΙΖΑ που, πολλές φορές, καθιστά αδύνατη ακόμα και τη έκδοση υλικού απο τις τοπικές.

2.     Την υποταγή στη λογική του εθνικού μετώπου με αφορμή το Μακεδονικό, λογική μακριά από τις διεθνιστικές αξίες της Αριστεράς.

3.     Τη συντηρητική υποχώρηση ορισμένων συνιστωσών στο μέτωπο της Παιδείας με αφορμή τις πρυτανικές εκλογές.

4.     Τη διαφοροποίηση των 4 βουλευτών στο μείζον ζήτημα της Ευρωσυνθήκης.

5.     Την παρ’ ολίγο μετατροπή μιας πραγματικής διάστασης απόψεων στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ σε ανοιχτή κρίση του ίδιο του εγχειρήματος.

 

 

Τα γεγονότα αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά και σε ό,τι μας αφορά έχουμε τοποθετηθεί με παλιότερα κείμενα. Θεωρώντας ότι το ζητούμενο αυτού του Πανελλαδικού Συντονιστικού είναι τα βήματα που θα πρέπει να γίνουν απο δω και πέρα θα θέλαμε να δώσουμε έμφαση σε θετικές προτάσεις και όχι σε μια ανάλυση των μέχρι τώρα δυσκολιών που είναι λίγο πολύ γνωστές σε όλους.

 

Νομίζουμε λοιπόν ότι:

1.     Η έμφαση και η επιμονή στο ριζοσπαστικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ είναι μονόδρομος. Το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ έφτασε εδώ που έφτασε λόγω ακριβώς του ριζοσπαστισμού του. Φτάσαμε εδώ  γιατί δεν υιοθετήσαμε το μοντέλο της δήθεν υψηλής πολιτικής, αλλά αντιθέτως επιχειρήσαμε να προωθήσουμε τα ζητήματα «χαμηλής πολιτικής» έτσι όπως αυτά αναδεικνύονται από τα κοινωνικά κινήματα. Οποιαδήποτε προσπάθεια συντηρητικής αναδίπλωσης στο όνομα της απεύθυνσης στα μεγάλα εθνικά ακροατήρια θα  συρρικνώσει και εντέλει θα  ακυρώσει το εγχείρηνα του ΣΥΡΙΖΑ.

 

2.     Οι άμεσες ή έμμεσες αναφορές στον κυβερνητισμό αποπροσανατολίζουν το πολιτικό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ και εκ των πραγμάτων τον οδηγούν σε συντηρητικές λύσεις. Το ζητούμενο σήμερα είναι να σπάσει η λογική του καναπέ και να ενισχυθεί η αντίσταση και όχι να αναζητούνται νεφελώδεις κοινωνικές και πολιτικές πλειοψηφίες που ελλείψει νικηφόρων κινημάτων δεν μπορεί παρά να οδηγήσουν σε κεντραριστερές λύσεις άρα και ήττες όπως για παράδειγμα στην Ιταλία. Όταν επιλέγουμε να συζητήσουμε για μια κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία που θέλει πραγματικά, και μπορεί, να συγκρουστεί με τον νεοφιλελευθερισμό, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η οικοδόμηση μίας κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης που θα θελήσει να συγκρουστεί με τη νεοφιλελεύθερη κυριαρχία και θα διαμορφώσει συνειδήσεις, συσχετισμούς και νέες συνθήκες μέσα από νικηφόρους αγώνες.

 

 

3.     Εμείς επιμένουμε ότι ενώ είναι αναγκαίο να ανοίξει μια οργανωμένη συζήτηση για το ποια κοινωνία οραματίζεται η Αριστερά σήμερα (και βέβαια για το πώς μπορεί να την πετύχει), εντούτοις, το πραγματικά επείγον είναι ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ να κινητοποιηθεί για να δυναμώσει τα κινήματα αντίστασης. Τη διέξοδο μπορούν να τη δημιουργήσουν μόνο «οι από κάτω» και μόνο μέσα από κινηματικές διαδικασίες.

4.     Είναι εξίσου αναγκαίο οι διαφωνίες που έτσι κι αλλιώς αναδύονται μέσα σε ένα τέτοιο εγχείρημα, να μην μετατρέπονται σε ανοιχτές συγκρούσεις (στο βαθμό βέβαια που δεν διακυβεύονται θεμελιώδη ζητήματα αρχών). Η συνεχής διαβούλευση πριν τις όποιες δημόσιες κινήσεις, είτε του ΣΥΡΙΖΑ είτε των συνιστωσών, είναι αναγκαία. Στο σημείο αυτό, υπενθυμίζουμε την απόφαση της Πανελλαδικής Σύσκεψης του Μαρτίου για την  δημιουργία Γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, με υπεύθυνο Τύπου, που θα εξασφαλίζει πλουραλιστική παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ στα ΜΜΕ.

5.     Είναι αναγκαίο να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην ΣΥΡΙΖοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να παραμείνει για πολύ η παράθεση των επιμέρους συνιστωσών. Σε αυτήν την κατεύθυνση είναι απολύτως αναγκαίο το ξεμπλοκάρισμα της Γραμματείας και η ανάληψη από αυτή του επιτελικού ρόλου που της αντιστοιχεί.

6.     Είναι εξίσου αναγκαίο να αναβαθμιστούν οι τοπικές και οι θεματικές πρωτοβουλίες του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτές οι πρωτοβουλίες πρέπει να είναι τα βασικά οργανωτικά και πολιτικά κύτταρα του εγχειρήματος.

7.     Στην ίδια κατεύθυνση (δηλαδή στην ΣΥΡΙζοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ) είναι απαραίτητη η ενίσχυση της οργανωτικής επιτροπής που θα έχει ως στόχο την εφαρμογή των αποφάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, τον συντονισμό της δράσης των τοπικών και των θεματικών δικτύων, καθώς και την διευκόλυνση της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων του ΣΥΡΙΖΑ. Μια τέτοια λειτουργία δεν μπορεί όμως να στηριχτεί χωρίς να στελεχωθεί με το κατάλληλο δυναμικό και χωρίς τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους. Κάτω απο αυτό το πρίσμα πεποίθησή μας είναι ότι, είναι αναγκαία η οικονομική ενίσχυση -απο τον προϋπολογισμό του ΣΥΡΙΖΑ- των τοπικών επιτροπών καθώς και η στελέχωση του ΣΥΡΙΖΑ με έμψυχο δυναμικό. Δηλαδή, τα επαγγελματικά στελέχη των συνιστωσών να δουλεύουν αποκλειστικά για τον ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης, και ειδικά σε μία περίοδο οικονομικών σκανδάλων, πολύ σημαντικός είναι ο δημόσιος και διαφανής οικονομικός απολογισμός του ΣΥΡΙΖΑ

8.     Τέλος, το σημαντικότερό είναι να ξεφύγει ο ΣΥΡΙΖΑ από την εσωστρέφεια οργανώνοντας στο επόμενο διάστημα μία μεγάλη καμπάνια με θέμα την ακρίβεια και την φτώχεια.. Καμπάνια που θα εμπλέξει πραγματικό κόσμο και όχι μια εικονική κινητοποίηση. Καμπάνια που θα βρεθεί σε σύγκρουση με την κυβέρνηση και τις επιχειρήσεις, και δεν θα διατυμπανίζει απλώς αυτό που όλοι ξέρουν ότι συμβαίνει. Καμπάνια που θα ασκήσουν πραγματική πίεση για να αλλάξουν τα πράγματα και όχι καμπάνιες-άλλοθι της παραίτησης και του υποχωρητισμού.  Μία τέτοια καμπάνια, εκ των πραγμάτων, θα στηριχτεί στις τοπικές κινήσεις. Χωρίς όμως κεντρικό συντονισμό και σχεδιασμό θα συρρικνωθεί σε επιμέρους αποσπασματικό γεγονός

 

Είναι πια προφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τεράστιες δυνατότητες. Επίσης, είναι εξίσου σαφές ότι εναπόκειται σε εμάς αν θα τις αξιοποιήσουμε και αν θα αναλάβουμε την μεγάλη πολιτική ευθύνη που μας αντιστοιχεί .

 

 

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΡΟΖΑΣ

Filed under: Uncategorized — omadaroza @ 9:48 πμ

Α. Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ

 

1. Ζούμε στις μέρες μας μια τεράστιων διαστάσεων οικονομική κρίση.

    Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των οικονομολόγων της Δεξιάς να μας πείσουν περί του αντιθέτου, είναι πια σχεδόν κοινός τόπος ότι η κρίση αυτή δεν αφορά μόνο τράπεζες και χρηματιστές· είναι κρίση δομική, εγγενής στον καπιταλισμό, ξεπηδάει μέσα από τα ίδια τα γονίδια του καπιταλισμού.

            Με αυτή την έννοια, έχει πολλά κοινά στοιχεία με άλλες του παρελθόντος, αλλά ταυτόχρονα είναι και πολύ διαφορετική. Ένα βασικό χαρακτηριστικό της διαφορετικότητάς της είναι ο τρόπος, η ένταση και το βάθος με το οποίο έπληξε τις χώρες της Δύσης.

            (Άλλωστε, ίσως η εικόνα να αλλάζει κάπως αν προστεθούν στο κάδρο οι χώρες της Κεντρικής και της Νότιας Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας, ειδικά όταν όλα αυτά συμβαίνουν μόλις λίγους μήνες μετά την έναρξη της μεγάλης διατροφικής κρίσης που έπληξε τις χώρες αυτές.)

 

2. Αυτή η χρεοκοπία του νεοφιλελευθερισμού μετατράπηκε σε κρίση νομιμοποίησής του. Μετά από δεκαετίες απόλυτης κυριαρχίας, για πρώτη φορά ο νεοφιλελευθερισμός απομυθοποιήθηκε, η θρησκεία της Ελεύθερης Αγοράς αμφισβητήθηκε.

 

3. Ο «στρατιωτικός βραχίονας» του νεοφιλελευθερισμού, ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», δέχθηκε σοβαρά πλήγματα, στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν.

            Ωστόσο, δεν θα ήταν σωστό να πει κανείς ότι ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» ηττήθηκε. Ο πόλεμος αυτός δεν παίχτηκε μόνο στα βουνά του Αφγανιστάν και στους δρόμους της Βαγδάτης, αλλά και στις μητροπόλεις της Δύσης, στην πλανητική πλημμυρίδα των αντιτρομοκρατικών νόμων, στις κάμερες που μας σημαδεύουν κάθε μέρα, στην «Ευρώπη-φρούριο», στις βάρκες που θαλασσοπνίγουν μετανάστες στις ακτές της Ισπανίας και της Πελοποννήσου. Και εκεί, ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» μάλλον έχει πολύ δρόμο ακόμη μέχρι να ηττηθεί.

 

4. Η οικονομική κρίση διαμορφώνει μια συνθήκη κοινωνικής και πολιτικής ρευστότητας, όπου η αμηχανία των «από πάνω» και η οργή των «από κάτω» δημιουργούν συνθήκες ανικανότητας του συστήματος για την ίδια την αναπαραγωγή του.

            Το τι θα κάνουν οι κυρίαρχοι ως άμυνα και διέξοδό (τους) από την κρίση δεν είναι πολύ σαφές ακόμη. Κάποιοι μιλούν για νεοκεϊνσιανές λύσεις, άλλοι για έναν κρατικά προστατευόμενο νεοφιλελευθερισμό, άλλοι πάλι αναζητούν λύσεις που θα αναπαράγουν το σύστημα εμφανιζόμενες ως φιλολαϊκές, για να απορροφήσουν ταυτόχρονα και την οργή των υποτελών τάξεων.

 

5. Η Αριστερά και τα κινήματα έχουν μπροστά τους το ίδιο ερώτημα που έχουν εδώ και έναν αιώνα: Τι να κάνουμε…

            Σε γενικές γραμμές, η Αριστερά και τα κινήματα βρέθηκαν ανέτοιμα μπροστά σε αυτή την κρίση και για μια τόσο συνολική αντιπαράθεση με το καπιταλιστικό σύστημα:

            – ανέτοιμα σε πολιτικό επίπεδο, πολυδιασπασμένα, σε κρίση ή και σε άμπωτη·

            – ανέτοιμα σε ιδεολογικό επίπεδο, ανέτοιμα να επαναδιατυπώσουν την επικαιρότητα του σοσιαλισμού, όχι σε ένα αφηρημένο διακηρυκτικό επίπεδο, αλλά μέσα από τη διατύπωση άμεσων προγραμματικών στόχων που να επικοινωνούν με τις ανάγκες του κόσμου της εργασίας και των αποκλεισμένων και, έτσι, να «περιγράφουν» σήμερα το σοσιαλιστικό όραμα.

            Οι αδυναμίες αυτές υποδεικνύουν και  τις ανάγκες. Ωστόσο, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι οι κρίσεις έχουν γεννήσει επαναστάσεις, έχουν γεννήσει και φασισμούς. Η κρίση προσφέρει ευκαιρίες για την Αριστερά, εμπεριέχει όμως και κινδύνους. Η κρίση (μπορεί να) επιφέρει την πολιτική αφύπνιση και την κοινωνική ενεργοποίηση μεγάλων τμημάτων των «από κάτω», αλλά και πολιτική συντηρητικοποίηση και κοινωνική παθητικότητα, απογοήτευση και ηττοπάθεια, φόβο και κοινωνικό αγριανθρωπισμό.

 

6. Τι να κάνουμε, λοιπόν.

     Η Αριστερά, η δική μας Αριστερά, η ριζοσπαστική-κινηματική-αντικαπιταλιστική Αριστερά, οφείλει να αναζητήσει ένα σχέδιο που

            (α) θα εξοπλίζει εκείνα τα τμήματα της κοινωνίας που θέλουν να αγωνιστούν συγκεκριμένα κατά της νεοφιλελεύθερης επίθεσης σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και

            (β) θα την οριοθετεί απέναντι στις δύο κυρίαρχες τάσεις της Αριστεράς σε περιόδους κρίσης: 1. την προστατευτική, προνοιακή αναδίπλωση και 2. την προπαγανδιστική απογείωση σε έναν αφηρημένο, μεταφυσικό και τελικά αντι-πολιτικό αντικαπιταλισμό.

            Εν συνόψει, και λίγο αφαιρετικά, η μοναδική ελπίδα της Αριστεράς είναι να συναντηθεί –ή και να προκαλέσει– κοινωνικούς αγώνες ενάντια στις συνέπειες της κρίσης· η μοναδική ελπίδα των εργαζομένων και των αποκλεισμένων είναι να υιοθετήσουν το σχέδιο μιας ριζοσπαστικής-κινηματικής Αριστεράς.

 

7. Στην Ελλάδα, η κρίση συνέβαλε ακόμη περισσότερο στην αναξιοπιστία των δύο εταίρων του δικομματικού συστήματος. Η ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού και η σχετική αδυναμία του δικομματικού μπλοκ εξουσίας δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για τα πληβειακά στρώματα, τα κινήματα και την Αριστερά γενικότερα.

            Ωστόσο, αυτή η αναξιοπιστία της δικομματικής νεοφιλελεύθερης διαχείρισης δεν πιστεύουμε ότι συνιστά κρίση του πολιτικού συστήματος, αν και οπωσδήποτε αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις μιας τέτοιας κρίσης.

Αυτό που απορρέει, σε πολιτικό επίπεδο, από μια τέτοια εκτίμηση είναι το εξής: ένα μεγάλο τμήμα της αριστερόστροφης κοινωνικής δυσαρέσκειας αρχίζει να αντιλαμβάνεται την ταύτιση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και τείνει να την απορρίψει εκλογικά, ωστόσο, και σε συνδυασμό με μια χρόνια αναξιοπιστία της Αριστεράς αλλά και με πραγματικές τάσεις συντηρητικοποίησης που εκδηλώθηκαν τα τελευταία χρόνια σε όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, δεν διανοείται ότι μπορεί να υπάρξει «κυβερνητική λύση» έξω από (ή και ενάντια σε) αυτό το πλαίσιο του δικομματισμού. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την απουσία μεγάλων κοινωνικών αγώνων που θα φέρνουν σε κεντρικό επίπεδο την ταξική αντιπαράθεση και –ενδεχομένως– φοβικά αντανακλαστικά που προκαλούνται από την οικονομική κρίση, καθιστά τη διάχυτη κοινωνική δυσαρέσκεια εξαιρετικά ασταθή και ευάλωτη στην κυβερνητική κοινοβουλευτική χειραγώγηση και στην «απειλή» της ακυβερνησίας. Έτσι, μπορεί κάλλιστα να τη μετατρέψει σε «δούρειο ίππο» και σε άλλοθι για μια κεντροαριστερή αναδίπλωση της Αριστεράς.

 

 

 

8. Ο ΣΥΡΙΖΑ

Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, το πλέον αριστερό ενωτικό εγχείρημα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μαζί με τη γαλλική Λίγκα (ή, καλύτερα, το υπό διαμόρφωση Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα). Έχει την πλέον σαφή αντίθεση απέναντι στην Κεντροαριστερά, τη νεοφιλελεύθερη/καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και την ιμπεριαλιστική κυριαρχία, ενώ παράλληλα διαθέτει μια σαφή ταύτιση με τα συμφέροντα και αιτήματα των εργαζομένων, των κινημάτων, των αποκλεισμένων. Ο δρόμος που έχει διανύσει από τον ΣΥΝ του παρελθόντος είναι μακρύς, όσο βαθύ είναι και το χάσμα που φαίνεται να τον χωρίζει από την Επανίδρυση, το γαλλικό ΚΚ και τη γερμανική Linke.

            Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το επαναστατικό υποκείμενο. Είναι ριζοσπαστικό πεδίο συνάντησης μέρους της ρεφορμιστικής και μέρους της άκρας Αριστεράς, που μπορεί να αποτελέσει (ή και αποτελεί) διακριτό πόλο αναφοράς φτωχών, καταπιεσμένων και προλεταριοποιούμενων κοινωνικών στρωμάτων και συνάμα πειστική πρόταση αριστερής πολιτικής ενότητας. Γι’ αυτό θεωρούμε πως στη δεδομένη συγκυρία το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ είναι απολύτως υποστηρίξιμο ως εγχείρημα μακράς πνοής και διαφωνούμε με στατικές προφητείες περί διάλυσης ή προδιαγεγραμμένης ενσωμάτωσής του «την κρίσιμη στιγμή».

 

9. Η στάση μας απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ καθορίζεται από κάποιες βασικές παραδοχές:

            (α) η διαδικασία της αριστερής ανασύνθεσης της Αριστεράς υποχρεωτικά περιλαμβάνει τμήματα του ρεφορμισμού, ακόμη κι όταν αυτά παίζουν ηγεμονικό ρόλο, αρκεί να τηρούν συστηματικά ένα αντινεοφιλελεύθερο/αντικυβερνητικό πλαίσιο και να αποδεικνύουν ότι είναι δεκτικά σε μια «εξ αριστερών» ώσμωση·

            (β) η διαδικασία της αριστερής ανασύνθεσης της Αριστεράς (πρέπει να) είναι μια πορεία αυτομετασχηματισμού όλων όσοι συμμετέχουν σε αυτή, με άμβλυνση του αυτόκεντρου μοντέλου κομματικής αυτάρκειας και οικοδόμησης· η ανασύνθεση δεν μπορεί να στηρίζεται στην «ελπίδα» κάποιων διαδοχικών διασπάσεων της ρεφορμιστικής πτέρυγας προς όφελος της ακροαριστερής·

            (γ) οι ακροαριστερές συνιστώσες, ούτε όλες μαζί ούτε κάποια ξεχωριστά, δεν διαθέτουν (και όχι μόνο λόγω μεγέθους) τα ιδεολογικά, πολιτικά, κινηματικά, κοινωνικά εφόδια για να παίξουν ηγεμονικό ρόλο στον ΣΥΡΙΖΑ·

            (δ) για όλα τα παραπάνω, δεν μπορούν (και δεν πρέπει) να επιλέξουν μια τακτική «κλειστού» αντιπολιτευτικού πόλου μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ·

            (ε) ο ΣΥΝ, παρ’ όλες τις πολιτικές και κινηματικές υπερβάσεις του, είναι και θα παραμείνει κόμμα του πολιτικού συστήματος, δηλαδή οργανικά συνδεμένο με τον κοινοβουλευτισμό, τα ΜΜΕ, τον κυβερνητισμό με τη γενική έννοια·

            (στ) απόψεις όπως της ΡΟΖΑΣ ή και άλλων, παρ’ όλη την κινηματική πείρα που συμπυκνώνουν, είναι εξαιρετικά μειοψηφικές μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς (1) δεν υπάρχει συνεκτικό σχέδιο υλοποίησής τους και (2) κεντρικοπολιτικά εγχειρήματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ ευνοούν προτεραιότητες που αναπαράγουν τον εκλογικό, την κομματική (και ενίοτε) την προσωπική ιδιοτέλεια, τον παραγοντισμό, τη γραφειοκρατία·

            (ζ) –τελευταίο αλλά πιο σημαντικό– η αριστερή ανασύνθεση της Αριστεράς μπορεί να επιχειρηθεί και να υλοποιηθεί μόνο ως αίτημα και αποτέλεσμα της αντίστοιχης ανασύνθεσης του κινήματος.

 

10. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει και κάνει σημαντικά βήματα, ειδικά όσον αφορά την ενίσχυση του πολιτικού πλαισίου του – και μάλιστα σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η (μη) συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ.

 

11. Ωστόσο, υπάρχουν και σοβαρά προβλήματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύεται πολύ να πάρει και να υλοποιήσει μεγάλες πρωτοβουλίες (η εμπειρία των διαρκώς αποφασιζόμενων καμπανιών είναι ενδεικτική). Δεν προχωρά σε οργανωτικοπολιτικό επίπεδο, γεγονός που –μετά τις δύο Πανελλαδικές– αποτελεί μεγάλη απογοήτευση, ειδικά για τον κόσμο που δεν συμμετέχει σε συνιστώσες. Ο κύριος όγκος των παρεμβάσεών του περιορίζεται στην Κοινοβουλευτική Ομάδα και στις δηλώσεις του προέδρου της. Πολλές φορές, ελλείψει «συριζικής» δράσης, το κενό καλύπτεται από συνιστώσες (συνήθως από τη μεγαλύτερη, αλλά και οι Επιτροπές για την Ακρίβεια είναι τέτοιο παράδειγμα) που υποκαθιστούν τον ΣΥΡΙΖΑ. Η δουλειά στη βάση (τοπικές, θεματικές) συχνά φυτοζωεί, ενίοτε μάλιστα υποτιμάται. Οι τοπικές συνελεύσεις, όποτε πραγματοποιούνται, συνήθως περιορίζονται στα «τοπικά» ζητήματα. Η αλληλοενημέρωση είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Υπάρχουν στιγμές που στις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ αναπτύσσονται συντηρητικές τάσεις (π.χ. στο θέμα του νόμου-πλαισίου).

 

12. Πολλές από αυτές τις δυσκολίες ίσως είναι ευνόητες σε ένα τέτοιο εγχείρημα, ειδικά στον βαθμό που –λόγω του εξαιρετικά άνισου ειδικού βάρους της μίας συνιστώσας– είναι πολύ διαφορετικό από άλλα αντίστοιχα (π.χ. το Μπλόκο στην Ποτρογαλία). Ωστόσο, ιδιαίτερα τις στιγμές που όλα μοιάζουν να μπλοκάρουν και κάποιες συνιστώσες να οχυρώνονται πίσω από μια πείσμονα οριοθέτηση, προκύπτει το φάσμα ενός διλήμματος που μάλλον στοιχειώνει τον ΣΥΡΙΖΑ: (α) ΣΥΡΙΖΑ ως εκλογική συνεργασία αποκλειστικά ή (β) ΣΥΡΙΖΑ ως χώρος κοινής δράσης και πολιτικής συνεργασίας της ριζοσπαστικής Αριστεράς και δυνάμει χώρος ανασύνθεσης της Αριστεράς.

 

13. Αυτή τη στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται μπροστά σε συγκεκριμένες και άμεσες ανάγκες:

            (α) να εκπονήσει ένα πρόγραμμα άμεσων διεκδικήσεων και αγώνων, ένα πρόγραμμα μάχιμο και δυναμικό, αλλά και ένα πρόγραμμα ανασυνθετικό που να προωθεί επιπλέον την επαφή του ΣΥΡΙΖΑ με κομμάτια της κοινωνίας αλλά και την οργανωτικοπολιτική συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ· ένα πρόγραμμα που –όπως λένε, σε τόσο μακρινές αλλά και τόσο ίδιες συνθήκες, οι σύντροφοι του MST– «θα συνδυάζει τις άμεσες ανάγκες του πληθυσμού με την υπέρβαση του καπιταλισμού […] θα συνδέει τις καθημερινές ανάγκες με την υπεράσπιση του σοσιαλισμού»·

            (β) ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται οικονομική και οργανωτική αυτοτέλεια. Έτσι, σημαντικό ποσοστό (τουλάχιστον 10-20%) της κρατικής επιχορήγησης πρέπει να πηγαίνει απευθείας στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος επιπλέον πρέπει να στηριχτεί από κάποιους/ες από τους/τις αποσπασμένους/ες·

            (γ) πρέπει να καθιερωθεί η λειτουργία (τακτικές συνελεύσεις κ.λπ.) των τοπικών επιτροπών· πρέπει να στηριχτεί και να προωθηθεί η λειτουργία των θεματικών· πρέπει να βρεθούν δίαυλοι αμφίδρομης σχέσης ανάμεσα στα κεντρικά όργανα και στις διαδικασίες της βάσης· πρέπει, εν πάση περιπτώσει, ο ΣΥΡΙΖΑ να διαμορφώσει τη δική του οργανωτική ταυτότητα·

            (δ) πρέπει να υλοποιηθεί –επιτέλους!– η απόφαση για έκδοση εντύπου του ΣΥΡΙΖΑ·

(ε) πρέπει να τεθεί ως προτεραιότητα η συνεχής και μαχητική παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα πεδία των κοινωνικών αγώνων – από την ακρίβεια μέχρι τις φυλακές, από την καταστολή μέχρι τις απολύσεις και την ανεργία.

 

14. Πρέπει, τέλος, να προχωρήσει ένας ουσιαστικός διάλογος ανάμεσα στις συνιστώσες σχετικά με το πραγματικό σχέδιο που έχει η καθεμιά για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ.

 

15. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται μπροστά σε ένα πραγματικό στοίχημα αυτομετασχηματισμού, και μάλιστα σε μια συγκυρία που θέτει μπροστά του τεράστιες και συνεχείς απαιτήσεις και προκλήσεις.

            Η κρίση νομιμοποίησης του νεοφιλελευθερισμού με κανέναν τρόπο δεν σημαίνει και κρίση ηγεμονίας του αστικού συστήματος. Έτσι, οι αγώνες που πρέπει να δώσει η Αριστερά είναι πολλαπλοί και πολυεπίπεδοι.

            Στη σημερινή συγκυρία, η Αριστερά αγωνίζεται από θέσεις κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης, προσπαθώντας κάθε στιγμή να αλλάζει τους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς σε μια ριζοσπαστική, ανατρεπτική λογική. Ταυτόχρονα, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να διανύσει και τον μακρύ δρόμο για να γίνει άλλος, διαφορετικός.

Σε μια τέτοια πορεία οφείλει και η ΡΟΖΑ να εισφέρει τις όποιες δυνάμεις της:

            * για μια Αριστερά που θα απορρίπτει τη λογική κάποιας, υποτίθεται, ηπιότερης διαχείρισης του καπιταλισμού αλλά και δεν θα ενοχοποιείται όταν «ερωτάται» για τον «κίνδυνο» της ακυβερνησίας·

            * για μια Αριστερά κοινωνικά γειωμένη, για μια Αριστερά κινηματική·

            * για μια Αριστερά που θα αντιστέκεται στον κοινωνικό αγριανθρωπισμό, μια Αριστερά της κοινωνικής αλληλεγγύης ανάμεσα σε εργαζόμενους και ανέργους, ανάμεσα σε ντόπιους και μετανάστες·

            * για μια Αριστερά που θα προωθεί την αριστερή ανασύνθεση της Αριστεράς·

            * για μια Αριστερά που δεν θα βολεύεται στο περιθώριο αλλά και δεν θα πέφτει στην παγίδα του «εθνικού κορμού»·

            * για μια Αριστερά φεμινιστική και οικολογική·

            * για μια Αριστερά διεθνιστική·

·         για μια Αριστερά αντικαπιταλιστική, για μια Αριστερά που θα γνωρίζει ότι ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα ιστορικό –δηλαδή ένα σύστημα που σε κάποια ιστορική συγκυρία γεννήθηκε και σε κάποια ιστορική συγκυρία θα πεθάνει– και θα μάχεται με όποιες δυνάμεις έχει για να επιταχύνει αυτό το τέλος του, έχοντας πάντα το όραμα και τον στόχο μιας κοινωνίας καλύτερης, πιο δίκαιης και πιο ελεύθερης: το όραμα και τον στόχο του σοσιαλισμού.

 

                                         ************************

 

 

Β. Η πολιτική της ΡΟΖΑΣ στη διαδικασία εκπόνησης του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ

Για ένα πρόγραμμα αγώνων, για ένα πρόγραμμα αριστερής ανασύνθεσης της Αριστεράς, για ένα πρόγραμμα εξουσίας των εργαζομένων

 

1. Το Πρόγραμμα είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο για μια δύναμη της Αριστεράς. Ωστόσο, δεν είναι το πρόγραμμα εκείνο που καθορίζει ευθύγραμμα την πολιτική της. Έχουν υπάρξει θαυμάσια προγράμματα που έμειναν κενό γράμμα στο χαρτί, έχουν γίνει επαναστάσεις σχεδόν χωρίς πρόγραμμα.

 

2. Στις παρούσες συνθήκες, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να υλοποιήσει την απόφασή του για ένα πρόγραμμα μάχιμο, δυναμικό, ριζοσπαστικό, ανασυνθετικό, η ΡΟΖΑ πρέπει να έχει μια πολιτική που να προωθεί εξίσου και τους δύο στόχους που αποφασίστηκε να έχει η διαδικασία εκπόνησης του προγράμματος:

            (α) να καταλήξει σε ένα σύντομο κείμενο με τα παραπάνω χαρακτηριστικά·

            (β) στον δρόμο προς αυτό το κείμενο, να εντάξει όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο από τη βάση του ΣΥΡΙΖΑ και από την κοινωνία γενικότερα σε αυτή τη διαδικασία, υπηρετώντας τον στόχο της συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικού υποκειμένου και τελικά της αριστερής ανασύνθεσης της Αριστεράς.

Επομένως, πέρα από το «κείμενο», η ΡΟΖΑ πρέπει να παίρνει συνεχώς πρωτοβουλίες για αποκεντρωμένες συζητήσεις για το πρόγραμμα, απευθυνόμενες στις Τοπικές και Θεματικές του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ευρύτερα σε κοινωνικές δυνάμεις.

 

3. Ένα πρόγραμμα σήμερα πρέπει να υπηρετεί τον διπλό ρόλο της Αριστεράς: (α) να ενισχύει και να προωθεί τους αμυντικούς (και πολύ περισσότερο τους επιθετικούς) αγώνες των εργαζομένων και των αποκλεισμένων, των «από κάτω» γενικά, για την υπεράσπιση των στοιχειωδών δικαιωμάτων τους και (β) να εμπνέει τα πιο ριζοσπαστικά κοινωνικά κομμάτια με ένα εναλλακτικό κοινωνικοπολιτικό σχέδιο απέναντι στην αστική εξουσία, ανατροφοδοτώντας έτσι τους αγώνες και δυναμώνοντας την αυτοπεποίθηση τους.

Πιστεύουμε ότι το πρόγραμμα είναι ένα πολιτικό εργαλείο, το οποίο φέρει βέβαια το ιδεολογικό βάρος εκείνου που το προτείνει αλλά δεν αναπαράγει απλώς και μηχανιστικά το σύνολο της ιδεολογίας του.

 

4. Ένα τέτοιο πρόγραμμα

   (α) δεν συλλαμβάνεται εν κενώ, αλλά πηγάζει από τους αγώνες, αντικατοπτρίζει τη φωνή των κινημάτων και ταυτόχρονα, εκ των πραγμάτων, υπερβαίνει τα αιτήματα συνδικαλιστικών φορέων του τύπου της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ· και αυτό για δύο κύριως λόγους: πρώτον, γιατί τα αιτήματα των συνδικαλιστικών ηγεσιών σπανίως υπερβαίνουν τις επιταγές της «εθνικής οικονομίας» και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και, δεύτερον, γιατί η οργάνωση αυτών των αιτημάτων δεν προωθεί τη μαζική συμμετοχή των εργαζομένων, ιδιαίτερα του ιδιωτικού τομέα και της «ελαστικής εργασίας»·

   (β) έχει συγκεκριμένα αιτήματα αιχμής που προωθούν την αλληλεγγύη και την κοινή δράση, φέρνουν κοντά τους εργαζόμενους με σταθερή εργασία με τον κόσμο της επισφάλειας, τους ανέργους με τους εργαζόμενους, τους μετανάστες με τους ντόπιους εργάτες·

  (γ) ενισχύει τη διάθεση για σύγκρουση με την εργοδοσία και την κρατική εξουσία, εκπορευόμενο από έναν γαλαξία υποκειμένων (συνδικάτα, νέα σωματεία στον χώρο της επισφαλούς εργασίας, επιτροπές ανέργων, μεταναστευτικές οργανώσεις, φεμινιστικές συλλογικότητες, οικολογικές πρωτοβουλίες, τοπικές κινήσεις, πρωτοβουλίες αλληλεγγύης σε κοινωνικούς αγώνες, σπουδαστικές οργανώσεις κ.λπ.) και ταυτόχρονα αντικατοπτρίζοντας κάθε επιμέρους κοινωνικό αγώνα που διεξάγεται·

   (δ) απαιτεί υπερβάσεις, ρήξεις με στερεότυπα δεκαετιών και αναζήτηση διαδικασίων που, φέρνοντας το κοινωνικό και ταξικό ζήτημα με όρους κινήματος στην «κεντρική πολιτική σκηνή», θα ευνοούν τον μετασχηματισμό της Αριστεράς από (στην καλύτερη περίπτωση) «υπερασπιστή των αδικημένων» σε κοινωνικοπολιτικό υποκείμενο των ίδιων των καταπιεσμένων – έναν μετασχηματισμό που συγκρούεται με την προσκόλληση στον κοινοβουλευτισμό και την αστική πολιτική·

   (ε) ενισχύει την αριστερή ανασύνθεση της Αριστεράς.

 

                                                   *******************

  

5. Τα βασικά στοιχεία που πρέπει να προωθήσει η ΡΟΖΑ σε ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι τα εξής:

  

Α. Μέτρα ενάντια στον εργασιακό μεσαίωνα

            – 1300 ευρώ βασικός μισθός

            – αντίστοιχη αύξηση στις συντάξεις για να φτάσουν στο ύψος του βασικού μισθού

            – 35ωρο

            – επίδομα ανεργίας στο 80% του μισθού, χωρίς περαιτέρω προϋποθέσεις πλην της ανεργίας, για όλη τη διάρκεια της ανεργίας

            – κατάργηση κάθε μορφής επισφαλούς εργασίας

            – απαγόρευση των ομαδικών απολύσεων, απαγόρευση μείωσης των θέσεων εργασίας σε κερδοφόρες επιχειρήσεις

            – κατάργηση των αντιασφαλιστικών νόμων Σιούφα, Ρέππα, Πετραλιά· να επιστραφούν τα κλεμμένα στα Ταμεία· στήριξη των Ταμείων από το κράτος

 

Β. Μέτρα υπέρ της εργασίας και όχι του κεφαλαίου

            – μεγαλύτερη και πραγματική φορολόγηση του κεφαλαίου (επιχειρήσεων, βραχυχρόνιων χρηματιστηριακών συναλλαγών, μεγάλων εισοδημάτων και περιουσιών)

            – επανακρατικοποίηση και κοινωνικός έλεγχος των ιδιωτικοποιημένων τραπεζών και των ΔΕΚΟ· επαναφορά και ουσιαστικοποίηση της έννοιας της «κοινής ωφέλειας»

            – πάγωμα των κατασχέσεων σπιτιών

 

Γ. Μέτρα κατά της ακρίβειας, διατίμηση στα είδη πρώτης ανάγκης.

 

Δ. Μη συμμόρφωση με το Σύμφωνο Σταθερότητας και πάλη για την ανατροπή και κατάργησή του.

 

Ε. Δημόσια δωρεάν παιδεία για όλους/ες

            – όχι στην αναθεώρηση του άρθρου 16

– αύξηση των δαπανών για την παιδεία

– πριμοδότηση της δημόσιας παιδείας με στόχο τη σταδιακή κατάργηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης

            – κατάργηση των ΚΕΣ και απορρόφηση των σπουδαστών στα δημόσια πανεπιστήμια

        ανατροπή του νόμου-πλαίσιου της Γιαννάκου

        ελεύθερη πρόσβαση σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης

 

ΣΤ. Δημόσια δωρεάν υγεία για όλους/ες

            – μαζικές προσλήψεις στα νοσοκομεία που καταρρέουν

            – πολλαπλασιασμός της χρηματοδότησης του ΕΣΥ

            – κάθε άνθρωπος που βρίσκεται σε ελληνικό έδαφος να έχει δωρεάν και πλήρη ιατρική, νοσοκομειακή και φαρμακευτική περίθαλψη

            – να σταματήσει η αδειοδότηση σε ιδιωτικές κλινικές

 

Ζ. Να κλείσουν οι βάσεις, να φύγει η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ.

    Να μειωθούν ριζικά οι εξοπλισμοί· ένα F-16 λιγότερο σημαίνει επίδομα για 100.000 ανέργους.

 

Η. Μέτρα για το περιβάλλον

            – η Ελλάδα να μειώσει ριζικά την εκπομπή των αερίων του θερμοκηπίου

            – να ακυρωθεί το πρόγραμμα λιθάνθρακα της ΔΕΗ

            – να ακυρωθεί η εκτροπή του Αχελώου

            – σύγκρουση με τη λογική της μαζικής τουριστικής βιομηχανίας που απευθύνεται σε πλούσιους από το εξωτερικό (Π.Ο.Τ.Α. κ.λπ.)

            – προστασία των ελεύθερων χώρων και των δασικών εκτάσεων, όχι σε κάθε οικοδόμηση των αστικών ελεύθερων χώρων (Ελαιώνας κ.λπ.), δημιουργία νέων

            – άμεση αποκατάσταση των πυρόπληκτων περιοχών, πλήρεις αποζημιώσεις στους πυρόπληκτους

 

Θ. Διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Ελεύθερη, ισότιμη και νομικά κατοχυρωμένη επιλογή του τρόπου συμβίωσης, ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού. Όχι στις συντηρητικές αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο.

 

Ι. Χωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος. Κρατικοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.

 

ΙΑ. Νομιμοποίηση και ίσα δικαιώματα στους μετανάστες και τις μετανάστριες. Άσυλο στους πρόσφυγες. Πολιτογράφηση σε όσους και όσες γεννιούνται σε ελληνικό έδαφος. Ειδικά μέτρα προστασίας από το trafficking.

 

ΙΒ. Όχι στον νομικό/δικαστικό μεσαίωνα

            – περιορισμός της προφυλάκισης

– έλεγχος στην αυθαίρετη αυστηροποίηση των ποινών από τους δικαστές

– αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου για τα ναρκωτικά

 

ΙΓ. Φτάνει πια με την καταστολή

            – κατάργηση του τρομονόμου

            – διάλυση των ΜΑΤ και της Αστυνομίας Συνόρων

            – απαγόρευση της χρήσης χημικών από την Αστυνομία

            – να φύγουν οι κάμερες από τον δρόμο και τους χώρους εργασίας

        άμεσα και ριζικά μέτρα για τις φυλακές, ικανοποίηση των αιτημάτων των κρατουμένων

 

ΙΔ. Όχι στον εθνικισμό και τον μιλιταρισμό

        ισότιμες και φιλικές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες

        αναγνώριση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας με το συνταγματικό της όνομα

        αναγνώριση και ίσα δικαιώματα των μειονοτήτων που βρίσκονται στο ελληνικό έδαφος

        επιστροφή των προσφύγων

 

                                              *********************

 

6. Πιστεύουμε ότι ακόμη και η υιοθέτηση από τον ΣΥΡΙΖΑ ενός τέτοιου προγράμματος αγώνων, ή ακόμη και ενός ακόμη ριζοσπαστικότερου, δεν εγγυάται ευθύγραμμα τη ριζοσπαστικοποίησή του, ούτε βεβαίως εξασφαλίζει την οργανική σύνδεσή του με τους κοινωνικούς αγώνες και τα κινήματα. Ωστόσο, η υιοθέτηση συγκεκριμένων αντικαπιταλιστικών και συγκρουσιακών («κρουστικών») στόχων ευνοεί την απαλλαγή του ΣΥΡΙΖΑ από γενικόλογες, ευχολογικές και «διαπραγματεύσιμες» πλατφόρμες και τη σύνδεσή του με τα πλέον αγωνιστικά κομμάτια των κινημάτων.

 

7. Η Αριστερά πρέπει να αντιπαρατίθεται κάθε μέρα, κάθε στιγμή, σε κάθε αγώνα και σε κάθε συμμαχία, με τη λογική της «καλύτερης» ή «ηπιότερης» διαχείρισης του καπιταλισμού. Να αντιπαρατίθεται κάθε στιγμή με τα –έτσι κι αλλιώς χρεοκοπημένα– μοντέλα της Κεντροαριστεράς.

            Το τελευταίο διάστημα, η Αριστερά βρίσκεται κάτω από μια συνεχή πίεση για το θέμα της «ακυβερνησίας». Στο πλαίσιο αυτό διατυπώθηκε και το ζήτημα της «αριστερής διακυβέρνησης» ή «κυβέρνησης της Αριστεράς». Πρέπει να είναι σαφές ότι, στην παρούσα συγκυρία, η Αριστερά μάχεται από θέσεις μιας αριστερής κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης. Όταν ωστόσο τίθεται το θέμα της πολιτικής εξουσίας, η Αριστερά πρέπει να ξεκαθαρίζει ότι κυβέρνηση της Αριστεράς σημαίνει εξ ορισμού ριζικούς κλονισμούς στο σύστημα. Η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν διαχειρίζεται το σύστημα, γι’ αυτό και δεν είναι εφικτή αν δεν επιφέρει ριζικές, εκ βάθρων αλλαγές σε αυτό, οικοδομώντας από σήμερα –και αυτοϋπονομευόμενη, στην ουσία– μορφές αντιεξουσίας των εργαζομένων και συγκρουόμενη με το αστικό κράτος, την καπιταλιστική εξουσία, την ατομική ιδιοκτησία, τους μηχανισμούς καταστολής, τις πολυεθνικές και την Ε.Ε., το ΝΑΤΟ, τα ΜΜΕ, αλλά πολλές φορές και με τον ίδιο τον πληθυσμό που έχει μάθει να δουλεύει, να καταναλώνει και να ψηφίζει.

            Μια πραγματική κυβέρνηση της Αριστεράς είτε θα «προλογίζει» έναν σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας είτε θα ενσωματωθεί (είτε θα ανατραπεί).

 

                                               *****************

 

Γ. Η ΡΟΖΑ στον ΣΥΡΙΖΑ ή τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;

 

Επιχειρώντας να διερευνήσουμε το ρόλο της ΡΟΖΑΣ στον ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να παίρνουμε υπόψη μας ότι μόλις τα λίγα τελευταία χρόνια, μέσω του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος και της ανάλογης δικτύωσης που αυτό δημιούργησε, αρχίζουμε να βγαίνουμε από ένα τούνελ πενήντα και βάλε χρόνων φυσικής και ιδεολογικής ήττας της αριστεράς. Η ήττα του εμφυλίου στην Ελλάδα εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να ρίχνει βαριά τη σκιά της παρόλες τις τακτικού τύπου, ενίοτε νικηφόρες αναζωπυρώσεις των δεκαετιών του ’70 και του ’80. Το ’89 ήταν αυτό που αποτέλειωσε διά παντός την όποια πίστη είχε μείνει ακόμα ζωντανή δίνοντας τη θέση της στην αμηχανία και την παγωνιά των χρόνων του ’90. Τα παραπάνω είναι απλώς μια χονδροειδέστατη σκιαγράφηση του παρελθόντος, παραβλέποντας πολλά, και ιδιαίτερα σημαντικά στιγμιότυπα, μόνο και μόνο για να μην ξεχνάμε από ποιες σκοτεινές ατραπούς έχουμε περπατήσει μέχρι σήμερα.

 

Ένα ακόμα στοιχείο που δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε στην ανάλυσή μας είναι το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δημιουργήθηκε ως μια εκλογική συμμαχία και κυρίως ως τέτοια πορεύτηκε μέχρι πολύ πρόσφατα. Κάτω από το βάρος της έκπτωσης του δικομματισμού, ο ΣΥΡΙΖΑ αναβάθμισε τη θέση του, αναζωπύρωσε ελπίδες και συσπείρωσε απογοητευμένο κόσμο. Και βέβαια, την ταχύτατη αυτή αλλαγή του σκηνικού, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ούτε στα καλύτερα όνειρά μας δεν τη φανταζόμασταν. Στη συνέχεια η επελαύνουσα οικονομική κρίση διαλύει ακόμα περισσότερο τη δικομματική συναίνεση και αναθέτει στον ΣΥΡΙΖΑ νέα καθήκοντα και δισεπίλυτα σταυρόλεξα. Ετσι λοιπόν, οι συνθήκες κρίσης αλλά και η απειλή που αισθάνεται το κατεστημένο πολιτικό προσωπικό μας πιέζει να δώσουμε απαντήσεις και να καταθέσουμε λύσεις σε προβλήματα που κανείς πολιτικός σχηματισμός στον πλανήτη δεν μπορεί να δώσει, τουλάχιστον ολοκληρωμένα.

 

Τι έχουμε λοιπόν στα χέρια μας; Μια ετερογενή συμμαχία που η χρόνια απομόνωση των αριστερίστικων συνιστωσών της επιτείνει τα προβλήματα επικοινωνίας. Πιστεύουμε ότι αυτή ακριβώς η απομόνωση αποτελεί εξαιρετικά ανασταλτικό παράγοντα για την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Θεωρούμε ότι δεν είναι τόσο οι ιδεολογικές και φιλοσοφικές αποκλίσεις –χωρίς βέβαια να τις παραβλέπουμε- που δυσκολεύουν τη συνεννοήση αλλά αυτή καθεαυτή η περιχαράκωση στους «ομοίους» και η ψευδαίσθηση, ενίοτε και παραίσθηση, ότι είναι δυνατόν μικρές ή λίγο μεγαλύτερες ενώσεις ανθρώπων να αποτελέσουν μεγενθυνόμενες την έκφραση ενός αποτελεσματικού εξεγερτικού προτάγματος, με δεδομένο παράλληλα την απουσία ή τη μικρή σύνδεση με κοινωνικές ομάδες.

 

Το άλλο, πλην αριστερισμού, μέλος της συμμαχίας, ο ΣΥΝ, με σαφώς πλατύτερη κοινωνική και κομματική βάση, ταλανίστηκε και ταλανίζεται ακόμα από το φλερτ με τη σοσιαλδημοκρατία με τα γνωστά κεντρικοπολιτικά προβληματικά φαινόμενα. Το σοβαρότερο όμως πρόβλημα ήταν και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να είναι το φυλλορόισμα των ενεργότερων στελεχών σε τοπικό – περιφερειακό επίπεδο και η μετακύλιση της πολιτικής σε μια άγονη και άτολμη «θεσμικού» τύπου άσκησής της.

 

Τα παζάρια, για να δικαιολογήσουμε και τον τίτλο της εισήγησης, ως ο ιδανικός τόπος συνεύρεσης και ανακατέματος ανθρώπων και τάσεων σε συνδυασμό με τις παγκόσμιες και εγχώριες συνθήκες δημιουργούν σήμερα ιδανικές συνθήκες παρέμβασης. Τα παζάρια, όμως, ως γνήσια δημιουργήματα της ανατολής, έχουν τους δικούς τους χρόνους και ρυθμούς. Και θα πρέπει να τους παίρνουμε υπόψη μας ώστε να κυριαρχούμε επί της αγωνίας μας για ταχύτερο βηματισμό. Μέχρι σήμερα στεκόμαστε ζαλισμένοι και αμήχανοι όταν συνειδητοποιούμε ουσιαστικά το τεράστιο εγχείρημα το οποίο έχουμε αναλάβει. Η συγκατοίκηση άλλωστε, πόσο δε μάλλον η συμβίωση, είναι εξαιρετικά δύσκολα εγχειρήματα σε όλες τους τις μορφές.

 

Είναι σαφώς οι περιρρέουσες πολιτικοοικονομικές συνθήκες εκείνες που μας δίνουν ώθηση και συχνά πυκνά μας κάνουν να κυκλοφορούμε μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο του τύπου «κουφάλες ερχόμαστε»… Ας αναλογιστούμε όμως πώς, χωρίς να έχουμε ένα μαγικό ραβδάκι, θα διαγράψουμε διά παντός διχόνοιες, παρεξηγήσεις, στρεβλώσεις, εμμονές, ηγεμονισμούς πενήντα εξήντα χρόνων. Κάτι τέτοιο μόνο με λοβοτομή θα μπορούσε να επιτευχθεί. Εξαιρετικά μεν χρήσιμο στην περίπτωσή μας, ανέφικτο δε. Άρα θα πρέπει να εφεύρουμε ένα πλεόνασμα υπομονής, επιμονής και σταθερότητας έτσι ώστε η δυνατότητα να χτίσουμε μια αριστερά άξια του ονόματός της για την επόμενη εικοσαετία να γίνει πραγματικότητα.

 

Πάμε τώρα στα δύσκολα. Εμείς τι πλάτες πρέπει και μπορούμε να βάλουμε στον ΣΥΡΙΖΑ;

 

1. Η είσοδος της ΡΟΖΑΣ στον ΣΥΡΙΖΑ δημιούργησε εντάσεις με αφορμή (;) τη θέση στη Γραμματεία, αλλά πολύ γρήγορα το κλίμα αντιστράφηκε. Κρίσιμο ρόλο σε αυτό παίζει, κατά τη γνώμη μας, η «κουλτούρα διαλόγου» και η συνεπής πολιτική χρόνων που ο χώρος μας έχει να επιδείξει, από τις οποίες απουσιάζουν ο σεχταρισμός, οι άκαρπες διαφωνίες και ο φτηνός συνδικαλισμός. Σε αυτό το μικρό διάστημα έγινε σαφές σε όλους και όλες ότι στόχος μας είναι η συνεννόηση και όχι η έκφραση της εκ των προτέρων διαφωνίας μας. Ένα τέτοιο συλλογικό πνεύμα συνοδεύεται παράλληλα και από προτάσεις που, χωρίς να ξεμακραίνουν από ένα σύνολο ιδεολογικοπολιτικών θέσεών μας, παίρνει υπόψη τα υπαρκτά δεδομένα του ΣΥΡΙΖΑ και άρα δεν κινείται στη σφαίρα της φαντασίωσης.

 

2. Ένα άλλο πεδίο δόξης λαμπρό είναι αυτό του οργανωτικού. Από την αρχή ένα από τα κεντρικά σημεία στα οποία εμμένουμε σταθερά είναι η ανάδειξη και ανάδυση μιας ταυτότητας ΣΥΡΙΖΑ. Προωθήσαμε και πρέπει να εξακολουθήσουμε να προωθούμε την έννοια του ενιαίου χώρου ΣΥΡΙΖΑ, πιέζοντας προς την εξάλειψη του σεχταρισμού και της «αυτόκεντρης ανάπτυξης». Κάτι τέτοιο μπορεί και πρέπει να επιτευχθεί με πολλούς τρόπους:

α. Με τη δημιουργία κοινού ταμείου ΣΥΡΙΖΑ που θα έχει τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί καμπάνιες και ακτιβισμούς σε κεντρικό, θεματικό ή τοπικό επίπεδο. Το μοίρασμα της κρατικής χρηματοδότησης μόνο στις επιμέρους συνιστώσες και η διάθεσή της κατά το δοκούν από αυτές, αποτελεί, επιεικώς, απαράδεκτη πολιτική πρακτική.

β. Με τη στελέχωση του ΣΥΡΙΖΑ από συντρόφους για τους οποίους είναι εφικτή η μετάταξη. Είναι λυπηρή η εικόνα των κεντρικών γραφείων με τη μία εργαζόμενη σε αυτά, τη στιγμή που οι ανάγκες της συγκυρίας είναι τεράστιες. Σήμερα, όσοι/όσες ασχολούμαστε με τον ΣΥΡΙΖΑ απλώς υποκρινόμαστε ότι εργαζόμαστε στις δουλειές μας, αποκομίζοντας αυτή τη γλυκιά ευχαρίστηση που σου προσφέρει η πολιτική με «ερασιτεχνικούς» όρους. Παρ’ όλ’ αυτά η περιγραφόμενη κατάσταση έχει όρια και το εύρος των απαιτούμενων εργασιών και παρεμβάσεων συνεχώς διογκώνεται. Αρα η βοήθεια από επαγγελματικού τύπου στελέχη είναι απαραίτητη, γνωρίζοντας τους τεράστιους κινδύνους που ελλοχεύουν.

γ. Σημαντικότατο στοιχείο της παρέμβασής μας στο ζήτημα της οργάνωσης του ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτή καθεαυτή η οργάνωση του εγχειρήματος στο οποίο αποφασίσαμε να συμμετάσχουμε. Δυστυχώς λίγοι είναι οι σύντροφοι του ΣΥΡΙΖΑ που δουλεύουν πραγματικά με στόχο τη δημιουργία ενός ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και στο επίπεδο της απλής καταγραφής και δικτύωσης ανθρώπων σε όλη την επικράτεια.

δ. Και βέβαια παραμένει ανοιχτή μια μεγάλη συζήτηση για το τι τύπου ΣΥΡΙΖΑ επιθυμούμε. Επιθυμούμε ένα ΣΥΡΙΖΑ κόμμα, ένα ΣΥΡΙΖΑ χώρο ή τι άλλο; Προκρίνουμε άραγε ένα ΣΥΡΙΖΑ βασισμένο στο κομματικού τύπου οργανωτικό μοντέλο, με δεδομένα τα θετικά και αρνητικά στοιχεία του; Ή μήπως διερευνούμε και την πιθανότητα πατώντας πάνω στο μοντέλο του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος να το προσαρμόσουμε στις ανάγκες μας; Και πόσο έτοιμο ή διατεθειμένο είναι το ανθρώπινο δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ (στελέχη, «μέλη», ψηφοφόροι) να πειραματιστεί; Άραγε, πόσο λειτουργικό μπορεί να είναι το παραπάνω μοντέλο όταν, εκτός από κινηματικού τύπου πολιτική, καλείσαι ως πολιτικός χώρος να παίξεις και στο κεντρικοπολιτικό επίπεδο;

 

 

3. Σε συνέχεια των παραπάνω έρχεται το ζήτημα των καμπανιών-ακτιβισμών. Εδώ θα πρέπει να στίψουμε το μυαλό μας και να παράξουμε αποτελέσματα. Η συντονισμένη ενέργεια στις τράπεζες τον Νοέμβριο μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα και ως προς την οργάνωση και ως προς το αποτέλεσμα. Ως προς το πρώτο, αν εξαιρέσει κανείς το κείμενο που συνόδευε την ενέργεια, ήταν υποδειγματική. Κρίνοντας δε από την παντελή απόκρυψή της από όλες τις εφημερίδες της επόμενης μέρας, εύκολα καταλαβαίνουμε ότι τέτοιου τύπου ενέργειες εκλαμβάνονται ως απειλή από το πολιτικό σύστημα. Καλούμαστε να προκρίνουμε δυο-τρία θέματα, να τα επεξεργαστούμε καλά, να τα προτείνουμε, αλλά και να τα «τρέξουμε».

 

Εδώ παρατηρείται μεγάλη απειρία και αδυναμία από το σύνολο, σε γενικές γραμμές, των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ. Κρίνουμε ότι η παρατηρούμενη αδυναμία, το προηγούμενο διάστημα, εκπόνησης μιας στρατηγικής εκπορεύεται από τον θολό στρατηγικού χαρακτήρα στόχο. Απώτερος ή πιο μεσοπρόθεσμος στόχος μας είναι η κοινωνική απελευθέρωση ή η συμμετοχή σε μια διακυβέρνηση ή κυβέρνηση με στόχο την ανακούφιση των πληττόμενων και καταπιεζόμενων τμημάτων της κοινωνίας; Ο χώρος μας χαρακτηριζόταν πάντα από μια διττού χαρακτήρα στρατηγική. Από τη μια στόχος και επίδικο ήταν και είναι η ριζοσπαστικοποίηση μέσω των αγώνων και των κάθε φορά τιθέμενων αιτημάτων ταυτόχρονα με την ικανοποίηση άμεσων και βρχυπρόθεσμων τέτοιων. Τα θέλουμε όλα και τα θέλουμε τώρα, χωρίς να παραβλέπεται ή να υποτιμάται η αξία των άμεσα προβαλλόμενων διεκδκήσεων.

 

4. Βασική οδός για τη συγκρότηση ενός ΣΥΡΙΖΑ από τα κάτω είναι η δημιουργία και ουσιαστική λειτουργία τοπικών και κλαδικών ΣΥΡΙΖΑ. Είναι προφανές ότι ένας πολιτικός χώρος όπως η ΡΟΖΑ έχει καθήκον να θέτει το ζήτημα και να ωθεί επίμονα τα «κεντρικά όργανα» προς την κατεύθυνση αυτή. Αν όμως εμείς οι ίδιοι, και αναφερόμαστε στους ανένταχτους και τις ανένταχτες, καθώς και σε όσες από τις επιμέρους συνιστώσες ιεραρχούν ψηλά αυτή την προτεραιότητα, δεν πάρουμε πρωτοβουλίες δημιουργίας τοπικών, κανείς άλλος δεν πρόκειται να το κάνει. Λειτουργία τοπικών ΣΥΡΙΖΑ δεν νοείται απλώς ως σύγκλιση μιας συνέλευσης μια στο τόσο. Σημαίνει επίμονη και οργανωμένη δουλειά καθώς και παρέμβαση είτε με τοπικού χαρακτήρα θέματα είτε με ευρύτερα. Σημαίνει επικοινωνία και κοινή δράση σε συγκεκριμένα ζητήματα με γειτονικούς τοπικούς ΣΥΡΙΖΑ. Σημαίνει μόνιμη επικοινωνία και αλληλοενημέρωση με τη Γραμματεία, τις επιτροπές και τις θεματικές του ΣΥΡΙΖΑ.

Αν εξακολουθήσουμε να περιμένουμε την κατάληξη της συζήτησης περί της έννοιας του μέλους και των ιδιοτήτων του, από τη στιγμή που οι κύριες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούν να έχουν ως πρωταρχικό στόχο τους την αυτόκεντρη ανάπτυξή τους, τότε απλώς θα έχουμε χάσει την ευκαιρία να γειωθούμε κοινωνικά, αλλά και να διαμορφώσουμε στην πράξη εκείνο που ταιριάζει περισσότερο στις ανάγκες μας. Είναι προφανές ότι σε αυτό το σημείο προκύπτουν ζητήματα αντιπροσώπευσης σε πανελλαδικές συσκέψεις και συνδιασκέψεις, αποφάσεων σε τοπικό, συνδικαλιστικό επίπεδο και πολλά πολλά ακόμα τα οποία δεν πρέπει να παραβλέπουμε. Ένα άμεσο παράδειγμα της φύσης του προβλήματος είναι οι επόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές. Μέσα από ποιες διαδικασίες θα καθοριστούν τα σχήματα και οι υποψηφιότητες του ΣΥΡΙΖΑ; Πιστεύουμε όμως ότι στη σημερινή συγκυρία προέχει να γίνουμε περισσότεροι και περισσότερες, μια και τα δημοσκοπικά αποτελέσματα που δίνονται για το χώρο μας πόρρω απέχουν από τα αριθμητικά μεγέθη του ενεργού ανθρώπινου δυναμικού μας.

 

5. Μία μέθοδος για έναν ΣΥΡΙΖΑ από τα κάτω είναι και η δημιουργία θεματικών (περιβάλλοντος, δικαιωμάτων, παιδείας, γυναικών, εργαζομένων κ.λπ.) Η αντίληψή μας γι’ αυτές θα πρέπει να είναι ότι οι θεματικές αποτελούν ιδανικό χώρο δικτύωσης ανθρώπων σε πανελλαδικό επίπεδο και μέσα απ’ αυτές τίθενται οι προϋποθέσεις για τη διατύπωση των θέσεων και των απόψεων του ΣΥΡΙΖΑ με έναν δημοκρατικότερο τρόπο. Στόχος μας και πρακτική μας θα πρέπει να είναι η παγίωση της αντίληψης ότι τα αποτελέσματα και οι καταλήξεις συνδιασκέψεων, ημερίδων και διαβουλεύσεων των θεματικών θα πρέπει να είναι δεσμευτικά ως προς την προς τα έξω εμφάνιση του ΣΥΡΙΖΑ. Το έχουμε πει πολλές φορές: επιθυμούμε έναν ΣΥΡΙΖΑ ανοιχτό, που να προωθεί το διάλογο, τη διαβούλευση και την εμπλοκή ολοένα και περισσότερων συντρόφων όχι ως μέλη ενός κόμματος αλλά ως συνδιαμορφωτές της πολιτικής ενός ενιαίου χώρου. 

 

6. Πιστεύουμε ότι επ’ ουδενί δεν θα πρέπει να ατονήσει το οραματικο-ιδεολογικό επίπεδο συζήτησης και αναζήτησης λόγω της συγκυρίας που απαιτεί επιτακτικά συγκεκριμένες απαντήσεις. Αντίθετα οι συνθήκες δεν θα μπορούσαν να είναι ευνοϊκότερες για την εισαγωγή στην κοινή συζήτηση του χώρου ΣΥΡΙΖΑ όλου του ιδεολογικού οπλοστασίου που έχουμε κατακτήσει μέχρι σήμερα αλλά και την περαιτέρω εμβάνθυνσή του. Είναι λάθος και αδυναμία μας το ότι οι συζητήσεις που διοργανώσαμε (αριστερά και εξουσία καθώς και κόμμα-κίνημα) δεν αποτυπώθηκαν μέχρι σήμερα σε χαρτί ώστε να αποτελέσουν σημεία διαλόγου με όλους τους συντρόφους.

Θεωρούμε αναγκαία τη συνέχιση της ιδεολογικού τύπου κουβέντας επικεντρώνοντας την αμέσως επόμενη περίοδο σε δύο ζητήματα: στο φεμινισμό και στην επεξεργασία των απόψεών μας σε θέματα περιβάλλοντος και ανάπτυξης. Οσον αφορά στο πρώτο θέμα θεωρούμε ότι είναι από εκείνες τις σπάνιες στιγμές κατά τις οποίες είναι πρόσφορη αλλά και αναγκαία η εισαγωγή του ζητήματος σε μικτές, πολιτικού τύπου συλλογικότητες υπερβαίνοντας την «ασφάλεια» που παρέχουν οι φεμινιστικές ομάδες. Ενώ πιστεύουμε ότι αποτελεί προνομιακό χώρο συζήτησης ώστε να συνεχίσουμε την αρχινισμένη κουβέντα μας περί εξουσίας. Τέλος, στα ζητήματα περιβάλλοντος και ανάπτυξης μπορούμε πια να ψηλαφίσουμε ριζοσπαστικότερες θεωρήσεις που να υπερβαίνουν αυτές της αειφορίας ή της βιωσιμότητας. Αλλωστε οι ιδέες στις οποίες στηριζόμαστε, χωρίς να υποστηρίζουμε ότι είναι ξεπερασμένες και γερασμένες, μετρούν τουλάχιστον σαράντα χρόνια πια στην πλάτη τους. Είναι μάλλον καιρός να τις ξεσκονίσουμε λιγάκι…

 

7. Αν είναι κάτι που μας ταιριάζει, αυτό είναι η εισαγωγή νέων θεμάτων και νέων «λογικών». Σε αυτό το σημείο πιστεύουμε, για παράδειγμα, ότι θα μπορούσε να ανοίξει η ακανθώδης συζήτηση περί των εθνικών και να σταματήσει να μπαίνει με τρόμο κάτω από το χαλί.

Όπως εύκολα μπορεί κανείς να διακρίνει, το επόμενο διάστημα δεν προβλέπεται… χαλαρό. Είναι λοιπόν αναγκαίο να αποφασίσουμε όλοι και όλες κατά πόσο ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί για όλες και όλους μας προνομιακό πεδίο παρέμβασης και να πιάσουμε δουλειά με τρόπο σοβαρό και συγκροτημένο. Ευκαιρίες, για την Αριστερά, έχουν χαθεί πολλές. Ας δοκιμάσουμε αυτή τη φορά να είναι διαφορετικά τα πράγματα.

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΡΟΖΑ 6,7 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2008, ΑΘΗΝΑ

Filed under: Uncategorized — omadaroza @ 9:39 πμ

1. ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ

 

Τα θέματα της συνάντησης καθορίστηκαν έπειτα από αρκετές συζητήσεις μεταξύ συντρόφων-ισσών που είτε έχουν υπογράψει το κείμενο της ΡΟΖΑΣ τον Απρίλιο του 2008 είτε συμφωνούν με τη γενική οπτική μας για την αριστερή ανασύνθεση τη Αριστεράς, και είναι τα εξής:

α) Πολιτική συγκυρία και ΣΥΡΙΖΑ.

β) Για ένα πρόγραμμα αγώνων, για ένα πρόγραμμα  εξουσίας των εργαζομένων.

γ) Ο ρόλος της Ομάδας ΡΟΖΑ στην πολιτική ριζοσπαστικοποίηση και την κινηματική συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Με αυτή τη συνάντηση επιδιώκουμε αφενός να βαθύνουμε τον προβληματισμό μας σε ζητήματα όπως οι κίνδυνοι και ο ευκαιρίες της διεθνούς οικονομικής κρίσης, η στάση της Αριστεράς απέναντι στη συρρίκνωση της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας και, ειδικότερα στην Ελλάδα, της επιρροής των κομμάτων εξουσίας, καθώς και οι δυνατότητες ενεργοποίησης και συντονισμού των «από κάτω». Αφετέρου, και με αυτή τη συνάντηση, θέλουμε να συνεισφέρουμε στην εκπόνηση ενός πολιτικο-οργανωτικού σχεδίου που θα ευνοεί τόσο τη δημοκρατική, συμμετοχική, εξωστρεφή και κινηματική λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ όσο και την αποτελεσματική δράση εκείνων των τμημάτων του κινήματος που αγωνίζονται κατά της νεοφιλελεύθερης επίθεσης, είτε έχουν οργανικούς δεσμούς με τον ΣΥΡΙΖΑ είτε όχι.

Με αυτήν την έννοια, η πανελλαδική συνάντησή μας οφείλει να προαγάγει τον πλέον ευρύ διάλογο και αναζήτηση στα προαναφερθέντα ζητήματα (γι’ αυτό προσκαλούμε συντρόφισσες-ους που ανήκουν σε οργανώσεις και κόμματα αλλά συμφωνούν στο τρίπτυχο «Η αντεπίθεση του κινήματος αποτελεί προϋπόθεση για την ανασύνθεση της Αριστεράς – Το κυβερνητικό ζήτημα ή αντιμετωπίζεται από τη σκοπιά της εξουσίας των εργαζομένων ή οδηγεί σε διαχειριστικές επιλογές – Για τον ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί μονόδρομο ο μετασχηματισμός του σε ενιαίο πολιτικό χώρο») και, παράλληλα, να ενισχύσει την πολιτική συμφωνία και τη συλλογική δέσμευση όσων από τους συμμετέχοντες-ουσες στην πανελλαδική συνάντηση επιλέγουν να αγωνιστούν συγκεκριμένα για την επίτευξη αυτών των στόχων.

 

2. ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ

 

α) Ήδη αρκετά πριν από την τρέχουσα καλπάζουσα οικονομική κρίση η νεοφιλελεύθερη ηγεμονία παρουσίαζε σοβαρή κρίση κοινωνικής νομιμοποίησης. Αυτή η κρίση μπορεί να μην πυροδότησε μεγάλους κοινωνικούς αγώνες και δραματική πτώση της επιρροής των κλασικών νεοφιλελεύθερων κομμάτων (ιδιαίτερα στην Ευρώπη, αλλά όχι μόνο), ωστόσο απομυθοποίησε την «ελεύθερη αγορά», διαμόρφωσε μια πλειοψηφική δυσπιστία (συντριπτικά μεγαλύτερη από εκείνη των «παγωμένων χρόνων» της δεκαετίας του ’90) και κυοφόρησε τις πρώτες μεγάλες πολιτικές ήττες του νεοφιλελευθερισμού (αριστερές κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική, όχι στο Ευρωσύνταγμα στην Ευρώπη κ.λπ.).

β) Κατ’ αντιστοιχία (προφανώς με πολλές ασυμμετρίες), ούτε ο «σιδηρούς βραχίων» της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ο «διαρκής πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», παρ’ όλη την ιστορικής κλίμακας επιτυχία του στη στρατιωτικοποίηση του πλανήτη (των καπιταλιστικών μητροπόλεων συμπεριλαμβανομένων) και την εμπέδωση της «ασφάλειας», κατόρθωσε να επιβληθεί ως μοναδική μορφή παγκόσμιας διακυβέρνησης. Το Ιράκ, ο Λίβανος, η Παλαιστίνη, το Αφγανιστάν, το Ιράν, η Βενεζουέλα, η Βολιβία, η Κούβα, ο Καύκασος αποτελούν απτά δείγματα ηττών της «παγκόσμιας κυβέρνησης», χωρίς βεβαίως να συνιστούν συγκεκριμένα βήματα αντικαπιταλιστικής απελευθερωτικής δράσης.

γ) Αν ισχύουν τα προηγούμενα, είναι η διεθνής καλπάζουσα οικονομική κρίση που την κρίση ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού τη μετατρέπει σε κρίση του ίδιου, την αναβαθμίζει, δηλαδή, από κρίση αξιοπιστίας της νεοφιλελεύθερης υπόσχεσης για το «γενικό καλό» σε κρίση ανικανότητας για την ίδια την αναπαραγωγή του συστήματος.

Η οικονομική κρίση είναι τέτοιας έκτασης και έντασης που, αφενός, μειώνει δραστικά τα κέρδη των καπιταλιστών και, αφετέρου, καταστρέφει ολόκληρους τομείς ζωντανής εργασίας, απαξιώνοντας παράλληλα τις δυνατότητες επιβίωσης ευρύτατων πληβειακών και μικροαστικών στρωμάτων. Με αυτή την έννοια, η οικονομική κρίση διαμορφώνει εκείνες τις συνθήκες κοινωνικής ρευστότητας οι οποίες, σε τελική ανάλυση, προκαλούν αμηχανία στις κυρίαρχες τάξεις και το πολιτικό προσωπικό των κρατών, αγανάκτηση στις υποτελείς τάξεις και επιθετικότητα στα ανταγωνιστικά υποκείμενα, της Αριστεράς (δυνητικά τουλάχιστον) συμπεριλαμβανομένης.

δ) Εκτίμησή μας είναι ότι οι κυρίαρχες δυνάμεις, αν και αντιλαμβάνονται το αδιέξοδο της «ελευθερίας των αγορών», βραχυπρόθεσμα δεν αναζητούν μια νεοκεϊνσιανή λύση, έναν νέο ταξικό συμβιβασμό που να εξασφαλίζει μια καινούργια ισορροπία προσφοράς – ζήτησης. Ο «φορντικός συμβιβασμός» γεννήθηκε από επαναστάσεις και πολέμους – και κυρίως επινοήθηκε για την αποφυγή της επανάληψής τους. Ισχυριζόμαστε, λοιπόν, ότι σε αυτή την κρίση δεν υπάρχει κανείς που να εγκύψει στην αναζήτηση ενός «νέου ρεφορμισμού» (η διεθνής σοσιαλδημοκρατία είναι ανίκανη και απρόθυμη να προβληματιστεί έστω για έναν «κοινωνικό προστατευτισμό»), οπότε οι κυρίαρχοι θα κινηθούν στο πλαίσιο του (κρατικά) «προστατευμένου νεοφιλελευθερισμού». Οι κυριαρχούμενοι, οι εργαζόμενες τάξεις, οι αποκλεισμένοι και οι «απαξιωμένοι», εφόσον δεν εισβάλουν μαζικά και μαχητικά στο προσκήνιο, ώστε έτσι να εξασφαλίσουν νίκες και αυτοπεποίθηση, είναι πιθανό να χειραγωγηθούν από πολιτικές «αντιμετώπισης της κρίσης», να φοβηθούν και να μπουν σε έναν νέο κύκλο αυταπατών περί «χρηστής διαχείρισης».

ε) Οι προηγούμενες διαπιστώσεις από πολλές πλευρές θα θεωρηθούν ηττοπαθείς, ωστόσο, κατά τη γνώμη μας, είναι αναγκαίες στην αναζήτηση ενός σχεδίου το οποίο αφενός θα εξοπλίζει εκείνα τα τμήματα της κοινωνίας, του κινήματος και της Αριστεράς που θέλουν να αγωνιστούν  συγκεκριμένα κατά της νεοφιλελεύθερης επίθεσης σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και, αφετέρου, θα μας οριοθετεί απέναντι στα δύο κυρίαρχες τάσεις της Αριστεράς σε περιόδους  κρίσης: την προστατευτική, προνοιακή αναδίπλωση και την προπαγανδιστική αντικαπιταλιστική απογείωση.

Ισχυριζόμαστε ότι το «διπλό συγκεκριμένο καθήκον» της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς αυτή την περίοδο έγκειται ακριβώς στη σύζευξη των ευκαιριών που προσφέρει η κρίση (για την πολιτική αφύπνιση και την κοινωνική ενεργοποίηση μεγάλων τμημάτων των «από κάτω», μέσω της προβολής ενός συγκεκριμένο μοντέλου οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες των πολλών) με το ακριβώς αντίθετό τους: με τους κινδύνους που προκαλεί η ίδια κρίση (για την πολιτική συντηρητικοποίηση και την κοινωνική παθητικότητα μεγάλων τμημάτων των «από κάτω», μέσω συγκεκριμένων πρωτοβουλιών αλληλεγγύης και δράσης  που θα στοχεύουν στην υπεράσπιση της δουλειάς και του εισοδήματός τους). Η Αριστερά δεν έχει ελπίδες αν δεν προκαλέσει –και δεν συναντηθεί μαζί τους– αμυντικούς κοινωνικούς αγώνες ενάντια στις συνέπειες της κρίσης και οι εργαζόμενοι δεν έχουν ελπίδες αν δεν υιοθετήσουν το σχέδιο της Αριστεράς για την άρση των αιτιών της κρίσης.

στ) Στην Ελλάδα, το πολιτικό σκηνικό συνεχίζει να παρουσιάζει ρευστότητα η οποία παραμένει ευνοϊκή για τα πληβειακά στρώματα, τα κινήματα και την Αριστερά στο σύνολό της. Κύρια χαρακτηριστικά αυτής της ευνοϊκής ρευστότητας είναι η μεγάλη μείωση της επιρροής της κυβέρνησης και τα σοβαρά ρήγματα στη συνοχή της, η συνεχιζόμενη αναξιοπιστία του ΠΑΣΟΚ (πολύ βαθύτερη από επικοινωνιακές αντεπιθέσεις και δημοσκοπικές πρωτιές), η αδυναμία του μπλοκ εξουσίας και το πολιτικού προσωπικού του κράτους να επινοήσουν μια αξιόπιστη κυβερνητική λύση και η γενικά αριστερόστροφη πορεία της κοινωνικής δυσαρέσκειας απέναντι στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση.

Δεν πιστεύουμε ότι η μεγάλη αναξιοπιστία της δικομματικής νεοφιλελεύθερης διαχείρισης συνιστά κρίση του πολιτικού συστήματος, αν και οπωσδήποτε αποτελεί μια από τις προϋποθέσεις εκδήλωσης μιας τέτοιας κρίσης. Ωστόσο, η προηγούμενη διαπίστωση έχει ιδιαίτερο νόημα ως προς τις πολιτικές απολήξεις της: Ένα μεγάλο τμήμα της αριστερόστροφης κοινωνικής δυσαρέσκειας κατανοεί την ταύτιση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ (ιδιαίτερα στο πεδίο της αλαζονικής και ιδιοτελούς άσκησης της εξουσίας) και τείνει να την αρνηθεί εκλογικά, όμως δεν διανοείται ότι μπορεί να υπάρξει «κυβερνητική λύση» έξω και ενάντια από τους εταίρους του δικομματισμού, ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ. Τούτο, σε συνδυασμό με την «καθυστέρηση του κοινωνικού», δηλαδή την απουσία  μεγάλων κοινωνικών αγώνων που θα κεντρικοποιούν την ταξική αντιπαράθεση (ελπίζουμε η απεργία διαρκείας των εκπαιδευτικών να αλλάξει το συσχετισμό), και, ενδεχομένως, φοβικά αντανακλαστικά που προκαλεί η οικονομική κρίση, καθιστά την κοινωνική δυσαρέσκεια εξαιρετικά ευάλωτη στην κυβερνητική κοινοβουλευτική χειραγώγηση και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να τη μετατρέψει σε «δούρειο ίππο» για μια κυβερνητική/κεντροαριστερή αναδίπλωση της Αριστεράς.

ζ) Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, το πλέον αριστερό ενωτικό εγχείρημα σε ευρωπαϊκό πεδίο. Έχει την πλέον σαφή αντίθεση απέναντι στην Κεντροαριστερά, τη νεοφιλελεύθερη/καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και την ιμπεριαλιστική κυριαρχία, ενώ, παράλληλα, διαθέτει μια εξίσου σαφή ταύτιση με τα συμφέροντα και τα αιτήματα των εργαζομένων  και των κινημάτων. Αυτό δεν είναι αμελητέο αν συγκριθεί με τον ΣΥΝ της προηγούμενης πενταετίας ή με τις σημερινές θέσεις της  ιταλικής Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, του γαλλικού ΚΚ ή της γερμανικής Die Linke.

Θεωρούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ριζοσπαστικό πεδίο συνάντησης της ρεφορμιστικής με την άκρα Αριστερά, διακριτικό πόλο αναφοράς φτωχών, καταπιεσμένων και προλεταριοποιούμενων κοινωνικών στρωμάτων, πειστική πρόταση αριστερής πολιτικής ενότητας. Γι’ αυτό ακριβώς θεωρούμε το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ απολύτως υποστηρίξιμο και διαφωνούμε με στατικές προφητείες περί της διάλυσης ή της ενσωμάτωσής του την «κρίσιμη στιγμή».

η) Η δική μας προσέγγιση σχετικά με τη δυναμική, το ρόλο, τις προτεραιότητες, τις αντιφάσεις και τους κινδύνους του ΣΥΡΙΖΑ καθορίζεται από ορισμένες αφετηριακές παραδοχές: Πρώτον, η διαδικασία της αριστερής ανασύνθεσης της Αριστεράς υποχρεωτικά περιλαμβάνει τμήματα του ρεφορμισμού «ως όλον», ακόμα κι αν παίζουν ηγεμονικό ρόλο, αρκεί να τηρούν συστηματικά ένα αντινεοφιλελεύθερο/ αντικυβερνητικό πλαίσιο και να έχουν αποδείξει ότι επηρεάζονται από την «εξ αριστερών» ώσμωση. δεύτερον, η διαδικασία της αριστερής ανασύνθεσης της Αριστεράς (πρέπει να) είναι μια πορεία  αυτομετασχηματισμού όλων  όσοι συμμετέχουν σε αυτή,  με  άμβλυνση του κομματικοκεντρικού μοντέλου και των ποικίλων αυταρκειών, και όχι μια διαδρομή ρηγμάτων και διασπάσεων της ρεφορμιστικής πτέρυγας προς όφελος της ακροαριστερής.  τρίτον, οι ακροαριστερές συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε όλες μαζί ούτε κάποια ξεχωριστά, δεν διαθέτουν (και αυτό δεν οφείλεται στο μέγεθος) τα ιδεολογικά, πολιτικά και κινηματικά εφόδια ώστε να μπορούν να παίξουν ηγεμονικό ρόλο στον ΣΥΡΙΖΑ ή, έστω, να αποτελέσουν προωθητικό αντιπολιτευτικό πόλο. τέταρτον, ο ΣΥΝ, παρ’ όλες τις σημαντικές προγραμματικές, πολιτικές και κινηματικές υπερβάσεις του, θα παραμείνει «κόμμα του πολιτικού συστήματος», δηλαδή οργανικά συνδεδεμένο με τον κοινοβουλευτισμό, τα ΜΜΕ και τον κυβερνητισμό με την πλήρη έννοια του όρου και όχι την κεντροαριστερή συσταλτική εκδοχή του. πέμπτον, απόψεις όπως αυτές της ΡΟΖΑΣ, παρ’ όλη τη μεγάλη κινηματική πείρα που συμπυκνώνουν, είναι εξαιρετικά μειοψηφικές (αν και αρκετά δημοφιλέστερες) στον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί αφενός δεν υπάρχει ένα συνεκτικό πολιτικό σχέδιο υλοποίησής τους και, αφετέρου, επειδή «κεντρικοπολιτικά» εγχειρήματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ ευνοούν εκείνες τις προτεραιότητες και λειτουργίες που αναπαράγουν τον εκλογικισμό, την κομματική ιδιοτέλεια, τον παραγοντισμό και τη γραφειοκρατία. έκτον, και σημαντικότερο, η αριστερή ανασύνθεση της Αριστεράς μπορεί να επιχειρηθεί μόνο διεκδικώντας την ανασύνθεση του κινήματος και να πραγματωθεί ως αίτημα και αποτέλεσμά της.

θ) Νομίζουμε ότι η σημερινή κατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να συμπυκνωθεί στις εξής διαπιστώσεις: Ο ΣΥΡΙΖΑ  προχωρά σε ικανοποιητικό βαθμό την ενίσχυση του πολιτικού πλαισίου του, και μάλιστα σε κρίσιμα ζητήματα, όπως αυτό της συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ,  υπάρχουν πολύ θετικές αποσαφηνίσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κατορθώσει μετά την πανελλαδική σύσκεψη του Μαρτίου να πάρει καμία μεγάλη πολιτική πρωτοβουλία και ο κύριος όγκος των παρεμβάσεών του περιορίζεται στην κοινοβουλευτική ομάδα του και τις  δηλώσεις του προέδρου της· εκτός από τη Γραμματεία, λίγες θεματικές επιτροπές και ορισμένες τοπικές κινήσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ ως σύνολο υπολειτουργεί – η αλληλοενημέρωση  και η εσωτερική συζήτηση είναι σχεδόν  ανύπαρκτες, η καμπάνια για την ακρίβεια ουσιαστικά δεν έγινε, η δράση των τοπικών κινήσεων, όπου υπάρχει, περιορίζεται σε τοπικά ζητήματα ή αφισοκολλήσεις, οι εκδηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ (π.χ., αυτές για το Μάη ’68) ήταν προβληματικές έως  αποτυχημένες. ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί –μέσα και έξω από τα συνδικάτα– να προωθήσει και να υποστηρίζει τους αγώνες κατά των ιδιωτικοποιήσεων, ενώ διαπιστώνουμε και συντηρητικές στάσεις όπως αυτή ενός τμήματος πανεπιστημιακών συνδικαλιστών απέναντι στην εφαρμογή του νόμου-πλαίσιου. τέλος, συνεχίζονται τα φαινόμενα υποκατάστασης του ΣΥΡΙΖΑ από τον ΣΥΝ, τα οποία, σε συνδυασμό με τις συχνές πλέον αυτόνομες καμπάνιες ορισμένων συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ, υπονομεύουν ακόμα περισσότερο την περιορισμένη συνοχή και τη μετέωρη αξιοπιστία του.

ι) Με αυτές τις διαπιστώσεις αλλά και υπό το πρίσμα των αφετηριακών παραδοχών που αναφέρουμε στο σημείο η), καταλήγουμε σε ορισμένα πολιτικο-οργανωτικά συμπεράσματα: Πρώτον, ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα το οποίο θα αποσαφηνίζει ποια είναι η δική μας απάντηση στη νεοφιλελεύθερη επίθεση και τη διεθνή  οικονομική κρίση, αποτελώντας ταυτόχρονα πρόγραμμα άμεσων διεκδικήσεων των εργαζομένων και των αποκλεισμένων και περίγραμμα του τι εννοούμε αριστερή διακυβέρνηση με την οπτική της εξουσίας των εργαζομένων – γι’ αυτό το ζήτημα θα επανέλθουμε στο επόμενο κεφάλαιο. δεύτερον, αυτό το πρόγραμμα ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσα από τοπικές συνελεύσεις και εκδηλώσεις, κλαδικές συσκέψεις και συγκεντρώσεις, οφείλει αφενός να το κάνει εργαλείο αγωνιστικής συνάντησής του με ευρύτερα λαϊκά στρώματα και, αφετέρου, εφαλτήριο για την εσωτερική ενεργοποίηση και την πολιτικοποίηση του κόσμου του.  τρίτον, ο ΣΥΡΙΖΑ, με δεδομένες τις αδυναμίες του, μπορεί να δρα έγκαιρα και αποφασιστικά στο πλευρό αγώνων που εκδηλώνονται, τόσο κεντρικοπολιτικά όσο και κινηματικά, καθώς και με υποδειγματικές ενέργειες σε  κρίσιμα πεδία (π.χ., πλειστηριασμοί σπιτιών, αύξηση τιμολογίων ΔΕΚΟ κ.λπ.). τέταρτον,  ο ΣΥΡΙΖΑ (και δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για να συνεχίζεται η σημερινή απαράδεκτη κατάσταση) πρέπει να αποκτήσει στοιχειώδη οικονομική αυτοτέλεια και οργανωτικό μηχανισμό – προτείνουμε όλες οι συνιστώσες να διαθέτουν κατ’ ελάχιστο το 10% της κρατικής επιχορήγησης  που τους αναλογεί σε ανεξάρτητο ταμείο ΣΥΡΙΖΑ, με προτεραιότητα τη χρηματοδότηση καμπανιών και την οικονομική στήριξη τοπικών ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και από έναν/μία τουλάχιστον αποσπασμένο/η στέλεχός τους για τη δημιουργία ενός στοιχειώδους πανελλαδικού μηχανισμού. πέμπτον, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εκδίδει ένα μηνιαίο έντυπο που θα παρουσιάζει τις επιμέρους δραστηριότητές του, θα προβάλλει τις θέσεις και τις καμπάνιες του και θα προωθεί τον προγραμματικό προβληματισμό του. έκτον, όλοι οι τοπικοί ΣΥΡΙΖΑ οφείλουν να θεσμοποιήσουν μηνιαίες γενικές συνελεύσεις, να επιδιώκουν να παίρνουν αποφάσεις σε τοπικά ή συνολικά ζητήματα και να ενθαρρύνουν με συστηματικό τρόπο τη συμμετοχή  των ανένταχτων σε όλη την κλίμακα των λειτουργιών τους· έβδομον, πρέπει να προωθήσουμε διαδικασίες που να ευνοούν τη δημοκρατικότερη και συμμετοχικότερη λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ, να ενισχύουν το μετασχηματισμό του από πολιτική συμμαχία κομμάτων και οργανώσεων σε πολιτικό χώρο με αυτοτελή πολιτική και λειτουργία.

Είναι προφανές ότι τα προηγούμενα σημεία βρίσκονται αρκετά χαμηλά σε σχέση με τις δυνατότητες που προσφέρει η περίοδος και τις ανάγκες που προκύπτουν για τη ριζοσπαστική Αριστερά. Επειδή όμως αντιλαμβανόμαστε τη μικρή κοινωνική παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ και την περιορισμένη συνοχή του (για την ακρίβεια, τη έλλειψη κοινού σχεδίου, έμπνευσης και διαθεσιμότητας για το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ των συνιστωσών του) και επειδή ούτε επιθυμούμε ούτε μπορούμε να υποδυθούμε την «αντιπολίτευση», προτιμάμε να κινηθούμε στα όρια του «αυτονόητου»: Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατορθώσει μέσα σε εύλογο διάστημα (μέχρι τις επόμενες εκλογές) να πραγματώσει αυτόν το στοιχειώδη αυτομετασχηματισμό, οι εξελίξεις είναι δυσοίωνες, διότι ακόμα κι αν κατορθώσει να αντέξει τις πιέσεις για συγκυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ, η αποσυσπείρωση και οι φυγόκεντρες τάσεις θα μεγαλώσουν με καταστροφικές συνέπειες για την αριστερή ανασύνθεση της Αριστεράς, η οποία, σε ό,τι μας αφορά τουλάχιστον, παραμένει το αποκλειστικό κίνητρο της ένταξής μας στον ΣΥΡΙΖΑ.

 

3. ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΩΝΩΝ, ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

 

α) Τονίσαμε και προηγουμένως ότι ο κύριος ρόλος της Αριστεράς αυτή την περίοδο είναι να αποδείξει τη διπλή χρησιμότητά της: Αφενός να ενισχύσει τους αμυντικούς αγώνες των εργαζομένων και των αποκλεισμένων για την υπεράσπιση των στοιχειωδών δικαιωμάτων τους και, αφετέρου, να εμπνεύσει τα πλέον ριζοσπαστικά τμήματά τους με ένα εναλλακτικό κοινωνικο-πολιτικό σχέδιο απέναντι στην αστική εξουσία, ανατροφοδοτώντας έτσι τους αγώνες και δυναμώνοντας την αυτοπεποίθηση των «από κάτω» ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα.

β) Εδώ θέλουμε να διευκρινίσουμε ένα ζήτημα το οποίο, για μας, είναι μείζονος σημασίας για την έκβαση του κοινωνικού ανταγωνισμού. Το πρόγραμμα αγώνων που χρειάζεται σήμερα το εργατικό  και το ευρύτερο κοινωνικό κίνημα για μια νικηφόρα απάντηση στην οικονομική κρίση και τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία δεν είναι το πρόγραμμα των συνδικάτων γενικά και αφηρημένα, πολλώ δε μάλλον το πρόγραμμα της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Και τούτο για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, γιατί η πλατφόρμα αιτημάτων της συνδικαλιστικής ηγεσίας σε γενικές γραμμές δεν υπερβαίνει τις επιταγές της «εθνικής οικονομίας» και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και, δεύτερον, επειδή η οργάνωση ακόμα και αυτών των διεκδικήσεων επ’ ουδενί προωθεί τη μαζική συμμετοχή των εργαζομένων, ιδιαίτερα αυτών στον ιδιωτικό και τον «ελαστικό» τομέα, το μαχητικό συντονισμό των κλάδων που υφίστανται τις επιθέσεις και, βεβαίως, την ταξική ενότητα και ανεξαρτησία απέναντι στις επιλογές του κράτους και του κεφαλαίου.

γ) Κατά τη γνώμη μας, ένα πρόγραμμα αγώνων πρέπει να έχει ορισμένα χαρακτηριστικά: Με  συγκεκριμένα αιτήματα αιχμής να ενοποιεί τα διάφορα τμήματα των εργαζομένων, αμβλύνοντας τις επιμέρους συντεχνιακές, τοπικιστικές ή εθνικιστικές διαχωριστικές και αποδεικνύοντας ότι ειδικά σε αυτή τη συγκυρία η νίκη ενός κλάδου εξαρτάται από τη νικηφόρα έκβαση των αγώνων και άλλων κλάδων.  με τα αιτήματα, την επιχειρηματολογία και τις μορφές πάλης που επιλέγει για τη διεκδίκησή του πρέπει να ευνοεί την αλληλεγγύη και την κοινή δράση των «εξασφαλισμένων» με τους «απαξιωμένους» (απολυμένοι, απασχολήσιμοι κ.λπ.) εργαζόμενους και τους ανέργους, καθώς και τους μετανάστες, να ενισχύει τη διάθεση για σύγκρουση με την εργοδοσία και να αίρει, στο μέτρο του δυνατού,  τους αστικούς κατακερματισμούς «εργαζόμενος – χρήστης υπηρεσιών – πολίτης». τέλος, ένα πρόγραμμα αγώνων οφείλει να εκπορεύεται (και παράλληλα να δημιουργεί) από ένα γαλαξία υποκειμένων (παραδοσιακά συνδικάτα, νέα σωματεία στο χώρο της επισφαλούς εργασίας, επιτροπές ανέργων, μεταναστευτικές οργανώσεις, γυναικείες και φεμινιστικές συλλογικότητες, τοπικές κινήσεις, πρωτοβουλίες αλληλεγγύης σε κοινωνικούς αγώνες, σπουδαστικές οργανώσεις κ.λπ.).

δ) Με αυτή την έννοια, η ριζοσπαστική Αριστερά (και εν προκειμένω ο ΣΥΡΙΖΑ) πρέπει να υποστηρίζει και να προωθεί κάθε επιμέρους συνδικαλιστικό αγώνα, με επίγνωση όμως ότι οι ανάγκες της περιόδου, η κρίση και η γραφειοκρατικοποίηση των συνδικάτων και, κυρίως, ο κατακερματισμός της ζωντανής εργασίας που έχει επιφέρει η νεοφιλελεύθερη κυριαρχία επιβάλλουν την ανασύνθεση του εργατικού κοινωνικού κινήματος συνολικά – αυτό το εξαιρετικά ζωτικό αλλά δύσκολο καθήκον απαιτεί υπερβάσεις, επινοήσεις και πειραματισμούς σε  όλα τα πεδία της καπιταλιστικής παραγωγής και αναπαραγωγής  (εργασία – περιβάλλον – κατανάλωση – καταστολή – σεξισμός – πολιτισμικά πρότυπα κ.λπ.), ρήξεις με στερεότυπα δεκαετιών («το συνδικάτο διεκδικεί – το πολιτικό κόμμα εκπροσωπεί») και αναζήτηση όλων εκείνων των διαδικασιών που φέρνοντας το κοινωνικό και το ταξικό ζήτημα με όρους κινήματος στην «κεντρική  πολιτική σκηνή» θα ευνοούν το μετασχηματισμό της Αριστεράς από (στην καλύτερη περίπτωση) «υπερασπιστή των αδικημένων» σε κοινωνικο-πολιτικό υποκείμενο των  ίδιων των  καταπιεσμένων. Προφανώς, γι’ αυτόν το μετασχηματισμό δεν υπάρχουν συνταγές, ωστόσο επιμένουμε ότι και μόνο η συνειδητοποίηση της ανάγκης διεκδίκησής του αποτελεί μείζον καθήκον της περιόδου – αλλιώς η προσκόλληση στον κοινοβουλευτισμό και την αστική πολιτική είναι αναπόφευκτη.

ε) Σε αυτό το πλαίσιο, παραθέτουμε την πρότασή μας «Για ένα πρόγραμμα αγώνα – Για ένα πρόγραμμα εξουσίας των εργαζομένων»:

1.    1.300 ευρώ βασικός μισθός.

      Επίδομα ανεργίας στο 80% του μισθού και για όσο διαρκεί η ανεργία.

2.     Αύξηση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων στο 45%, των  μεγάλων εισοδημάτων στο 50% και των μερισμάτων στο 20%. Απαγόρευση των off shore εταιριών – Φορολόγηση των βραχυχρόνιων χρηματιστηριακών συναλλαγών.

3.     Επανακρατικοποίηση και κοινωνικός έλεγχος των ιδιωτικοποιημένων τραπεζών και ΔΕΚΟ – Πάγωμα των κατασχέσεων σπιτιών.

4.     Ανατροπή του Συμφώνου Σταθερότητας – Μονομερής μη εφαρμογή των κριτηρίων του.

5.     Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή στο ύψος του πληθωρισμού και διατίμηση στα είδη πρώτης ανάγκης.

6.     Κατάργηση όλων των επισφαλών μορφών εργασίας και αντικατάστασής τους με σχέσεις σταθερής πλήρους απασχόλησης – Ψήφιση νόμου που να απαγορεύει τις απολύσεις.

7.     Άμεση κατάργηση των αντιασφαλιστικών νόμων Σιούφα, Ρέππα, Πετραλιά. Να επιστραφούν τα κλεμμένα στα Ταμεία – Κατώτερη σύνταξη στο ύψος του βασικού μισθού.

8.     Όχι στην αναθεώρηση του άρθρου 16 – Κατάργηση των ΚΕΣ – Ανατροπή του νόμου-πλαίσιου.

9.     Δημόσια δωρεάν υγεία για όλους και όλες. Προσλήψεις για όλες τις κενές θέσεις στα νοσοκομεία – Να σταματήσει η αδειοδότηση σε ιδιωτικές κλινικές και διαγνωστικά κέντρα.

10.                        Να κλείσουν οι βάσεις – Να φύγει η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ – Να μειωθούν οι εξοπλισμοί και να διατεθούν τα κονδύλια για Παιδεία και Υγεία – Να καταργηθούν τα πεδία βολής σε απόσταση τουλάχιστον 50 χλμ. από κατοικημένες περιοχές.

11.                        30% μείωση από την Ελλάδα των αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2013 – Να ακυρωθεί το πρόγραμμα λιθάνθρακα της ΔΕΗ – Να ακυρωθεί η εκτροπή του Αχελώου και το πρόγραμμα των Περιοχών Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης – Να απαγορευτεί η καταπάτηση  ελεύθερων  χώρων και δασικών εκτάσεων – Άμεση αποκατάσταση των πυρόπληκτων περιοχών και πλήρεις αποζημιώσεις στους πυρόπληκτους.

12.                        Καμιά αλλαγή στο οικογενειακό δίκαιο – Υιοθέτηση του ισπανικού νόμου  για την κακοποίηση.

13.                        Χωρισμός του Κράτους από την Εκκλησία. Κρατικοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας – Θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου για ομοφυλόφιλους και λεσβίες.

14.                        Νομιμοποίηση και ίσα δικαιώματα στους μετανάστες-τριες – Άσυλο στους πρόσφυγες.

15.                        Κατάργηση του τρομονόμου – Διάλυση των ΜΑΤ και της Αστυνομίας Συνόρων – Να φύγουν οι κάμερες από τους δρόμους και τους χώρους εργασίας – Να εφαρμοστούν ανθρώπινες συνθήκες στις φυλακές με την αποφυλάκιση των τοξικοεξαρτημένων, την κατάργηση της προφυλάκισης εκτός ειδεχθών εγκλημάτων και των Φυλακών Ανηλίκων, την αποφυλάκιση όλων όσοι δικαιούνται «υφ’ όρων απόλυση» – Να μειωθεί στα 12 χρόνια η ελάχιστη έκτιση της ισόβιας ποινής και με την εφαρμογή του το μέτρο να ισχύσει άπαξ για όλες τις κατηγορίες ισοβιτών.

στ) Πιστεύουμε ότι η υιοθέτηση ενός τέτοιου προγράμματος αγώνων από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν εγγυάται ευθύγραμμα τη ριζοσπαστικοποίησή του, ούτε  βεβαίως εξασφαλίζει την οργανική σύνδεσή του με τους  κοινωνικούς αγώνες και τα κινήματα. Θεωρούμε, ωστόσο, ότι η υιοθέτηση συγκεκριμένων αντικαπιταλιστικών και συγκρουσιακών στόχων ευνοεί την απαλλαγή του ΣΥΡΙΖΑ από γενικόλογες, ευχολογικές  και «διαπραγματεύσιμες» πλατφόρμες, τη σύνδεσή του με τα πλέον αγωνιστικά τμήματα του κινήματος και της ευρύτερης Αριστεράς, τη χειραφέτησή του από το συνδικαλιστικό συντεχνιασμό και τον οικονομισμό και –το κυριότερο– τη συνειδητοποίηση ότι το βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα αγώνων της Αριστεράς οφείλει όχι να χρωματίζεται αλλά να καθορίζεται από το στόχο της εξουσίας των εργαζομένων, το πρόγραμμα, δηλαδή, του κομμουνισμού.

Γενικά δεν μας αρέσουν οι προγραμματικοί μαξιμαλισμοί και τα μεγάλα λόγια, όμως πιστεύουμε ακράδαντα ότι, ενώ η επανάσταση δεν βρίσκεται προ των πυλών, είναι ζωτικής σημασίας η οπτική μας για την ανασύνθεση της Αριστεράς και του κινήματος, για την αριστερή διακυβέρνηση και τις κοινωνικές συμμαχίες να καθορίζεται αποκλειστικά από την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα της κοινωνικής ανατροπής. Εξηγούμαστε: Συμφωνώντας ότι κάθε εκδοχή Κεντροαριστεράς ή «πληθυντικής Αριστεράς» είναι καταστροφική γιατί εξευτελίζει την Αριστερά, διαλύει το κίνημα και συντηρητικοποιεί ακόμα κι αυτούς που ήλπισαν σε αυτήν, χωρίς καν να βελτιώσει στο ελάχιστο τη ζωή τους, είμαστε κατ’ αρχάς υπέρ μιας «αριστερής κυβέρνησης», δηλαδή μιας κυβέρνηση που θα υλοποιήσει ένα πρόγραμμα υπέρ των εργαζομένων και των αποκλεισμένων σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, χωρίς συνδιαχειριστικά σοσιαλνεοφιλελεύθερα βαρίδια. Ως μεταβατικός στόχος, η «αριστερή κυβέρνηση» απαντά στην άμεση ανάγκη των «από κάτω»  για μια άμεση και συγκεκριμένη (και όχι στο επέκεινα…) ανάσχεση της νεοφιλελεύθερης επίθεσης, για μια οργάνωση της οικονομίας και της δημόσιας ζωής προς όφελος των πολλών. Με αυτή την έννοια, αποτελεί συγκεκριμένο και απολύτως αναγκαίο στόχο.  Όμως, αν η πολιτική απαιτεί «ειδικές» στοχεύσεις και δεσμεύσεις αλλιώς διαχέεται στο νεφέλωμα της μεταφυσικής ηθικολογίας, εξίσου απαιτεί και «ειδικές» οριοθετήσεις και τομές για να μην εκφυλιστεί σε Πολιτική (με κεφαλαίο Π), δηλαδή σε αστική πολιτική. Με αυτό εννοούμε ότι μια αριστερή κυβέρνηση στο καπιταλιστικό σύστημα είτε θα προλογίζει τη σοσιαλιστική μετάβαση (οικοδομώντας την προσωρινότητά της) είτε θα καταργηθεί, ενσωματούμενη ή ανατρεπόμενη από τις «αφοσιωμένες δυνάμεις» του συστήματος. Αν και παρακολουθούμε με μεγάλο ενδιαφέρον και συμπάθεια τα πειράματα στη Βενεζουέλα, τη Βολιβία ή το Νεπάλ, υπενθυμίζουμε ότι η Ευρώπη είναι πολύ διαφορετική, οπότε είναι τουλάχιστον ατυχείς οι θεωρητικοποιήσει περί «του κράτους ως πεδίου ταξικής πάλης». Ισχυριζόμαστε ότι η «αριστερή διακυβέρνηση» μπορεί να προβάλλεται μόνο ως «εποικοδόμημα» της εξουσίας των εργαζομένων, μόνο ως μεταβατικός στόχος για να  οικοδομήσει από σήμερα μορφές αντιεξουσίας των εργαζομένων (καταλήψεις με λειτουργία της επιχείρησης κάτω από εργατικό έλεγχο και άλλο παραγωγικό μοντέλο κ.λπ.), μόνο ως  απάντηση της Αριστεράς στο νεοφιλελεύθερο δικομματικό (ή, αλλού,  πολυκομματικό) σύστημα και όχι ως πολιτική λύση απέναντι στην καπιταλιστική κυριαρχία. Δυστυχώς, στην Ιστορία μπορεί να υπάρχουν άλματα, δεν υπάρχουν όμως παρακαμπτήριες οδοί. Με αυτή την έννοια, το (αστικό) κράτος και η (καπιταλιστική) εξουσία, το ιερό δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία, ο στρατός και η αστυνομία, οι πολυεθνικές και η Ε.Ε., το ΝΑΤΟ και ο ΟΟΣΑ, τα ΜΜΕ, αλλά και ο πληθυσμός που έχει μάθει να δουλεύει, να καταναλώνει και να ψηφίζει είναι μεγέθη που δεν μπορούν ούτε να παρακαμφθούν ούτε να τσουβαλιαστούν σε «μια νέα κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία».

ζ) Με όλα τα προηγούμενα, αρκετά «ιδεολογικά» και σχηματικά οπωσδήποτε, προσπαθούμε να επισημάνουμε μια αναπόφευκτη, δημιουργική μεν, αλλά εξαιρετικά επικίνδυνη, αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ: Τη διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας από την Αριστερά, χωρίς κεντροαριστερές συμμαχίες και σοσιαλνεοφιλελεύθερους συμβιβασμούς, αλλά δίχως  την κοινωνική διείσδυση και την κινηματική συγκρότηση, χωρίς την αναγκαία αντικαπιταλιστική  οπτική που θα θωρακίζουν τη διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας από συνδιαχειριστικές παλινδρομήσεις και, κυρίως, θα της δίνουν την κοινωνική δυναμική της ρήξης με το σύστημα, της εξουσίας των εργαζομένων απέναντι στο αστικό κράτος και το πολιτικό προσωπικό του.

Αυτές οι επισημάνσεις όμως γίνονται και για έναν ακόμα λόγο, ουδόλως  υποδεέστερο από τους προηγούμενους. Γιατί η «αριστερή διακυβέρνηση» όταν δεν υποτάσσεται στην εξουσία των εργαζομένων, όταν δεν «αυτοϋπονομεύεται» σε μεταβατικό στόχο για «να μην μπορούν οι “από πάνω” να κυβερνήσουν και να μη θέλουν οι “από κάτω” να κυβερνηθούν», τότε αναπαράγει (απενοχοποιώντας τους μάλιστα) τον κοινοβουλευτισμό και την εκλογολαγνεία, τον ατομικό και το συλλογικό παραγοντισμό.

 

 

4. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ  ΡΟΖΑ

 

Ήδη από όσα έχουμε αναφέρει νομίζουμε ότι περιγράφονται διεξοδικά οι απόψεις και οι επιδιώξεις της Ομάδας ΡΟΖΑ. Εντελώς επιλογικά, λοιπόν, κάνουμε ορισμένες επισημάνσεις:

α) Η ΡΟΖΑ δεν αποτελεί πολιτική οργάνωση με την πλήρη έννοια του όρου, αφού δεν δημιουργήθηκε σε «ανύποπτο χρόνο» στη βάση ορισμένων ιδεολογικών αντιλήψεων για να υπηρετήσει μια πολιτική στρατηγική, αλλά συγκροτήθηκε από ανθρώπους κοινής ιδεολογικο-πολιτικής ταυτότητας (που τη διαμόρφωσαν στο πλαίσιο του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα), οι οποίοι μαζί με άλλους-ες, με παρεμφερείς απόψεις από άλλες διαδρομές, επέλεξαν να δημιουργήσουν μια συλλογικότητα «ειδικού ρόλου»: την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση και την κινηματική συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ.

β) Με αυτή την έννοια, η ΡΟΖΑ, από τη φύση της, επιδιώκει το μετασχηματισμό  του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο πολιτικό χώρο και θέτει εαυτόν με πλήρη διαθεσιμότητα στη διαδικασία αυτού του μετασχηματισμού.

γ) Κύριες επιδιώξεις της ΡΟΖΑΣ, όπως ελπίζουμε ότι φαίνεται σε αυτό το κείμενο, είναι η συμμετοχική και κινηματική συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ σε συνδυασμό με την προγραμματική ριζοσπαστικοποίησή του.

δ) Κίνητρα για την παραμονή μας στον ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν η (γενική) αριστερή φυσιογνωμία του και η (διεκδικούμενη) αριστερή δράση του και αντικίνητρα ο εκλογικισμός, τα κομματικά καπελώματα, η αυτόκεντρη ανάπτυξη και η οικονομική/οργανωτική ιδιοτέλεια.

ε) Αμεσος στόχος μας, η δημιουργία ενός άτυπου πανελλαδικού ρεύματος –μέσα και έξω από τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, με αναβαθμισμένο ρόλο των ανένταχτων– που θα επιδιώκει συντονισμένα και συστηματικά την κινηματική συγκρότηση και την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ.

 

 

 

     

Blog στο WordPress.com.